3.10.13

The Live Coward (1956)

Poul Anderson
The Live Coward (1956)
Μετάφραση: Αντώνης Αϊδίνης


Κυνήγησαν το σκάφος του φυγά σε μια απόσταση δέκα ετών φωτός. Ύστερα, μεταπηδώντας ξαφνικά έξω και μέσα στο υποδιάστημα, με απερίσκεπτη αδιαφορία για τους κοντινούς ήλιους και τα νέφη της σκόνης που εμπόδιζαν τους ανιχνευτές, το κυνηγημένο διαστημόπλοιο ξέφυγε από το καταδρομικό της Περιπόλου.
Η έρευνα που ακολούθησε δεν ήταν τόσο νευρική, όσο θα το δικαιολογούσε ο κίνδυνος. Τίποτα καλό δε θάβγαινε από τη βιασύνη. Υπάρχουν ένα εκατομμύριο πλανητικά συστήματα προσαρτημένα στο Σύνδεσμο, κι η επικράτειά τους περιλαμβάνει πολλά εκατομμύρια ακόμα, που η υπανάπτυξη τους τ' αποκλείει από μέλη. Ακόμα κι ένας μικρός πλανήτης είναι ένα τόσο ακατάστατο σύνολο από βουνά, κοιλάδες, πεδιάδες, δάση, ωκεανούς, παγωμένες ηπείρους, πόλεις και έρημους - το μεγαλύτερο τμήμα των οποίων συχνά μένει ανεξερεύνητο - που είναι τελείως άσκοπο να τον ψάξεις μέτρο προς μέτρο για ένα και μόνο άνθρωπο. Η Περίπολος ήξερε πως το σκάφος του Βάρις είχε ακτίνα αυτοδυναμίας τριακόσια παρσέκ, κι ύστερα από μήνες κι ανθρωπο-χρόνια έρευνας αποδείχτηκε, πέρα από αμφιβολίες, πως δεν είχε ανεφοδιαστεί με καύσιμα σε κανέναν από τους γνωστούς σταθμούς. Μια σφαίρα, όμως, διαμέτρου δύο χιλιάδων ετών φωτός μπορεί να περιλαμβάνει πολλά άστρα.
Η Περίπολος προσέφερε μια αξιόλογη αμοιβή για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη του ανθρώπου Σάμελ Βάρις, από το πλανήτη Κάλντον (νούμερο τάδε στο Εγχειρίδιο Πλοήγησης), καταζητούμενου για το έγκλημα της παρακίνησης σε πόλεμο. Κυκλοφόρησε όσο πλατύτερα γινόταν η προσφορά της. Προειδοποίησε όλους τους πράκτορες να κρατούν τα μάτια τους ανοιχτά, τους αισθητήρες τους ή το τηλεπαθητικό τους όργανο για έναν άνθρωπο θεωρητικά ακόμα ικανό να μετατρέψει ένα δισεκατομμύριο μορφές ζωής σε ραδιενεργό αέριο.
Κι ύστερα περίμενε.
Πέρασε ένας χρόνος.
Ο πλοίαρχος Τζέηκορ Θάιμαλ, του εμπορικού 'Γκάνας', που ταξίδευε έξω από την Σηρήν στην πρωτόγονη περιοχή του Σπειροειδούς Νεφελώματος, έφερε τα νέα. Είχε δει τον Βάρις, είχε ακόμα μιλήσει μαζί του. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό. Το μόνο πρόβλημα: ο Βάρις είχε καταφύγει κοντά στο βασιλιά της Θούνσμπα, μιας βαρβαρικής πολιτείας στο νότιο ημισφαίριο ενός κόσμου γνωστού στους Γαλαξιακούς - όσο λίγοι κι αν ήταν αυτοί που είχαν ποτέ ακούσει για αυτόν - με το όνομα Πλανήτης του Ρούφιν. Είχε πάρει την ιθαγένεια κι είχε ορκιστεί βασιλικός σωματοφύλακας. Η πίστη ανάμεσα στον αφέντη και τον υπήκοο ήταν ένα βασικό στοιχείο της ηθικής στη Θούνσμπα. Ο βασιλιάς δε θα παράδινε τον Βάρις.
Φυσικά, τα τόξα και τα βέλη μικρή δύναμη είχαν μπροστά στα φλογοπίστολα. Ίσως να μη μπορούσε να πιαστεί ζωντανός ο Βάρις ή Περίπολος όμως θα μπορούσε να τον σκοτώσει, χωρίς αυτό να στοιχίσει τη ζωή πάρα πολλών Θουνσμπανών. Ο πλοίαρχος Θάιμαλ βούλιαξε ευχαριστημένος στο κάθισμά του, περιμένοντας την επίσημη επιβεβαίωση της αναφοράς του και τα χρήματα για την κατάδοση. Σκέψη άλλη δεν περνούσε από το μυαλό του, παρά ότι η εξόντωση του Βάρις θα ήταν από τις απλούστερες επιχειρήσεις ρουτίνας.
Ο Γουίνγκ Αλακ έφερε το σκάφος του κοντά στον πλανήτη. Στεκόταν μετέωρος, φαντασμαγορικό θέαμα, έτσι όπως ήταν τυλιγμένος στα σύννεφα με φόντο ένα παραπέτασμα φωτεινών, μεγάλων αστεριών, του ουρανού του Νεφελώματος. Στεκόταν συνοφρυωμένος ακούγοντας τον ψίθυρο και τους κτύπους των οργάνων καθώς ο Ντρογκς έκανε έλεγχο των συνθηκών του πλανήτη.
«Σχεδόν γήινες», είπε ο Γκαλμαθιανός. Οι κεραίες του σηκώθηκαν με απορία πάνω στο στρογγυλό, ρυγχωτό πρόσωπό του και τα μικρά, μαύρα μάτια.
«Γιατί έκανες τον κόπο να ελέγξεις; Είναι καταχωρημένος στο Εγχειρίδιο».
«Είμαι αρκετά φιλύποπτος νους», είπε ο Αλακ. «Και θλιμμένος επίσης».
Ήταν ένας λεπτός άνθρωπος μέτριου ύψους, με πολύ λευκό δέρμα απ' αυτό που συνήθως συνοδεύεται από κόκκινα, σαν τη φωτιά μαλλιά. Η στολή του, της Περιπόλου, ήταν τόσο φιλάρεσκα διακοσμημένη, όσο επέτρεπαν οι κανονισμοί.
Ο Ντρογκς τίναξε τρία μέτρα πράσινου, οχτάποδου σώματος στην άλλη άκρη της καμπίνας. Τα ογκώδη μπράτσα του τεντώθηκαν για να πάρουν στα τριδάκτυλα χέρια του τους χάρτες. «Μάλιστα... εδώ είναι το βασίλειο της Θούνσμπα κι η πρωτεύουσα... πως τη λένε;... Βάιναμπογκ. Υποθέτω ο άνθρωπός μας να είναι ακόμα εκεί. Ο Θάιμαλ ορκίστηκε πως δεν τον ειδοποίησε». Αναστέναξε. «Τώρα είμαι υποχρεωμένος να περάσω μια ώρα στο τηλεσκόπιο, για να προσδιορίσω την ταυτότητα του κάθε τόπου. Και συ μπορείς να κάθεσαι σαν τη γυναίκα μου πάνω στο αυτό, με το κεφάλι όμορφες γεμάτο σκέψεις!»
«Η μόνη όμορφη σκέψη που κάνω τώρα είναι πως, ξαφνικά, ανακαλείται η Πρωταρχική Εντολή».
«Δεν υπάρχει πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο, φοβάμαι... τουλάχιστον ώσπου να πάρει την ηγεσία του Συνδέσμου μια λιγότερο αιμοβόρα φυλή από τη δική σου».
«Λιγότερο; Θα εννοείς περισσότερο βέβαια. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται στην Περίπολο ή σε οποιαδήποτε μονάδα να αφαιρέσει τη ζωή νοήμονος όντος. Αν γίνει κάτι τέτοιο...». Ο Αλακ έκανε μια τρομακτική χειρονομία.
«Είναι αρκετά αιμοβόρο;»
«Αρκετά. Μόνο μια φυλή με τόσο αιματηρό παρελθόν όσο οι Γήινοι θα έφτανε ποτέ σε τόσο ακραίες αντιδράσεις. Και μόνο ένα είδος τόσο φυσιολογικά άγριο όσο εσείς θα μπορούσε να σκεφτεί να κάνει μια τέτοια διαταγή το μεγάλο άκρως απόρρητο μυστικό της Περιπόλου... μπλοφάροντας με απειλές για πλανητικής έκτασης σφαγές ή χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε είδος απάτης για να επιτύχει τους σκοπούς του. Ενώ ένας Γκαλμανθιανός θα μπορούσε να πηδήξει στην πλάτη ενός φάρστακ στα δάση της πατρίδας του, και να αρχίσει να τρωει, ενώ εκείνο ακόμα θα έτρεχε... μα δε θα ήταν ικανός να φανταστεί τον εαυτό του να επιβάλει εν ψυχρώ στείρωση σε έναν ολόκληρο κόσμο, κι έτσι δεν είναι υποχρεωμένος να απαγορέψει στον εαυτό του ακόμα και να θανατώνει τίμια, σε αυτοάμυνα». Το σαν της κάμπιας σώμα του Ντρογκς μετακινήθηκε προς το τηλεσκόπιο.
«Υπαγε οπίσω μου σατανά... και μη σπρώχνεις!» συγκράτησε θλιμμένα τις σκέψεις του ο Αλακ. Ο νους του ήταν υπνωτικά παραγεμισμένος με όλες εκείνες τις πληροφορίες, που τρεις γενιές εμπόρων είχαν μαζέψει για τον Θούνσμπα. Και καμία απ' αυτές δεν φαινόταν ελπιδοφόρα.
Ο βασιλιάς ήταν - καλά, αν όχι απόλυτα μονάρχης, τουλάχιστον κάτι πολύ παρόμοιο, απλά και μόνο γιατί ο νόμος τον είχε τοποθετήσει πιο πάνω από τους κοινούς θνητούς. Όπως πολλοί άλλοι πολεμοχαρείς βάρβαροι, οι Θουνσμπανοί έτρεφαν ένα θρησκόληπτο σχεδόν σεβασμό για το γράμμα του νόμου, αν κι όχι πάντα για το πνεύμα του. Η Περίπολος σκόνταφτε πάνω σε δύο άρθρα του κώδικα: α) ο βασιλιάς δεν θα παράδινε έναν βασιλικό σωματοφύλακα σ' ένα εχθρό, αλλά θα πολεμούσε ως το θάνατο υπερασπίζοντας τον και β) αν ο βασιλιάς πολεμούσε, το ίδιο θα έκανε κι ολόκληρος ο αντρικός πληθυσμός, ασυγκίνητος από τις απειλές για τους ίδιους ή τις συζύγους τους και τα παιδιά τους. Θάνατος πριν την ατίμωση! Η θρησκεία τους, που φαινόταν να τη λατρεύουν με αρκετό ζήλο, υποσχόταν ένα μυθικό παράδεισο σε όλους εκείνους που πέθαιναν για έναν καλό σκοπό, και μιαν ανάλογα φριχτή κόλαση για 'κείνους που παράβαιναν τον όρκο τους.
Χμμμ... υπήρχε μια ισχυρή εκκλησιαστική οργάνωση κι η ευσέβεια δεν είχε εμποδίσει την ύπαρξη αρκετών διαφορών ανάμεσα στην εκκλησία και το θρόνο. Ίσως να μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να δουλέψει μέσ' από το ιερατείο. Οι έμποροι από τους άλλους κόσμους που έρχονταν να ανταλλάξουν διάφορα βιομηχανοποιημένα προϊόντα με τις γούνες και τα μπαχαρικά που παρήγαγε ο Πλανήτης του Ρούφιν, δεν είχαν επιδράσει πολύ πάνω στον τοπικό πολιτισμό . Ίσως να είχαν σταθεί αφορμή για μερικούς πολέμους κι αιρέσεις, μα στο σύνολό τους οι ιθαγενείς ήταν ευχαριστημένοι να ζουν όπως οι πατέρες τους. Το κύριο αποτέλεσμα που είχε φέρει το εμπόριο, ήταν να χαθεί ο προληπτικός θαυμασμός και τρόμος - οι ξένοι ήταν πανίσχυροι, ήταν γνωστό όμως πως ήταν θνητοί. Ο Αλακ πίστευε πως, ακόμα κι ολόκληρος ο στόλος της Περιπόλου δε θα ήταν αρκετός για να τους φοβίσει τόσο, ώστε να υποχωρήσουν σ' ένα τόσο λεπτό θέμα, όπως η παράδοση του Βάρις.
«Εκείνο που δεν καταλαβαίνω», είπε ο Ντρογκς, «είναι γιατί δεν καταβαίνουμε να απλώσουμε πάνω απ' την πόλη ένα σύννεφο υπνωτικού αερίου». Η διαταγή για την αποστολή είχε έρθει τόσο βιαστικά, που δεν είχε ενημερωθεί, παρά μόνο επιφανειακά κι επιπόλαια. Και στο δρόμο προς τη Θούνσμπα, είχε εφαρμόσει τη συνηθισμένη στη φυλή του τακτική της νάρκης - το σώμα του ήταν ικανό να αποθηκεύει ύπνο πολλών ημερών.
Το ελεύθερο χέρι του έκανε μια αόριστη χειρονομία γύρω στην καμπίνα. Δεν ήταν μεγάλο το σκάφος τους, ήταν όμως καλά εξοπλισμένο, όχι μόνο με όπλα - αποκλειστικά για μπλόφες - μα και με μηχανουργείο κι εργαστήριο.
«Μεταβολικές διαφορές», είπε ο Αλακ. «Κάθε αναισθητικό που ξέρουμε, είναι δηλητηριώδες για αυτούς, ενώ τα δικά τους αναισθητικά θα μπορούσαν να σκοτώσουν τον Βάρις. Οι αναισθητικές ακτίνες είναι το ίδιο άχρηστες - και οι υπέρηχοι θα διάλυαν σαν αυγό τον εγκέφαλο κάθε Ρουφινιανού. Φαντάζομαι πως ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους διάλεξε ο Βάρις τούτο τον κόσμο για κρησφύγετο».
«Μα δε μπορούσε να ξέρει πως μας απαγορεύεται να προσεδαφιστούμε και να ξεκαθαρίσουμε όλο τον πλανήτη».
«Θα μπορούσε να φανεί αρκετά πανούργος και να το μαντέψει. Το ότι ποτέ δεν σκοτώνουμε είναι μυστικό, μα όλοι ξέρουν πως διστάζουμε να βλάψουμε αθώους». Ο Αλακ σκυθρώπιασε «Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι στον Κάλντον, που θα ξεσηκώνονταν - με φοβερές συνέπειες - ενάντια στη νέα κυβέρνηση, αν επέστρεφε εκείνος. Είτε πετύχαινε είτε όχι, θα ήταν μια υπόθεση γενοκτονίας και μεγάλη απώλεια τιμής για την Περίπολο».
«Χμμμ... δε μπορεί να απομακρυνθεί πολύ από αυτόν τον κόσμο χωρίς καύσιμα. Οι δεξαμενές του θα πρέπει να είναι σχεδόν άδειες. Γιατί, λοιπόν, να μην αποκλείσουμε τον πλανήτη, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μη βρει ποτέ ευκαιρία να αγοράσει καύσιμα;»
«Οι αποκλεισμοί δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί», είπε ο Αλακ.
Ο Ντρογκς δεν είχε πείρα από διαστημικές επιχειρήσει, ήξερε μόνο από επιχειρήσεις πάνω σε πλανήτες.
«Θα μπορούσαμε να καταστρέψουμε το σκάφος του αρκετά εύκολα, μα θα μπορούσε τώρα πια να έχει διαρρεύσει ως τον Κάλντον η πληροφορία πως είναι ζωντανός. Θα αρχίσουν να γίνονται απόπειρες, η μια πίσω από την άλλη, για να διασπάσουν τον αποκλεισμό και να τον απελευθερώσουν. Αργά ή γρήγορα, κάποια από αυτές θα πετύχει. Και βρισκόμαστε σε μιαν άσχημη και μειονεκτική θέση, με το να μη μας επιτρέπεται να χτυπήσουμε, ώστε να τον σκοτώσουμε. Όχι, να πάρει η κατάρα, πρέπει να τον πάρουμε από εκεί, και γρήγορα!»
Το βλέμμα του ταξίδεψε ονειροπόλα στα ράφια με τα βιοχημικά. Εκεί υπήρχε ένα ισχυρό ναρκωτικό, κάποιο παράγωγο της νεμβουτάλης, ο υπνίτης. Μια μικρή ενδομυϊκή ένεση θα αναισθητοποιούσε τον Βάρις. Θα ξυπνούσε σε μια παθητική, συγχυσμένη κατάσταση και θα παρέμενε έτσι για ώρες, υπακούοντας σε όποια διαταγή του δινόταν. Θα μπορούσαν τότε να του αποσπάσουν πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τη συνομωσία.
Ο Αλακ ποτέ άλλοτε στη ζωή του δεν είχε νιώσει περισσότερο στριμωγμένος. Το ακτινοβόλο στη ζώνη του θα μπορούσε να απανθρακώσει ένα λόχο από Θουνσμπανούς ιππότες - μα τα πρωτόγονα όπλα τους δεν ήταν και τόσο γελοία όταν δεν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει το ακτινοβόλο.
«Επιτάχυνε», είπε απότομα. «Ας ξεκινήσουμε - και μη με ρωτήσεις προς τα που!»
Ένα πεδίο προσγείωσης είχε κατασκευαστεί ειδικά για τους εμπόρους, ακριβώς έξω από τα τείχη της Βάιναμπογκ. Εκείνα τα χοντρά γκρίζα τείχη με τους πυργίσκους και τους ένοπλους φρουρούς, πάνω από ένα γαλάζιο τοπίο από απέραντα χωράφια και μακρινούς λόφους. Εδώ κι εκεί διάκρινε ο Αλακ καλύβες με καλαμένιες στέγες. Δυο χιλιόμετρα από τη πόλη βρισκόταν μια μικρότερη κοινότητα, περιτριγυρισμένη επίσης με τείχη, με ένα μοναχικό πύργο στο κέντρο της στεφανωμένο με ένα χρυσό Χ. Θα πρέπει να ήταν το μέρος που ανάφεραν πολλές διηγήσεις εμπόρων. Η Μονή Γκρίμοχ. Αυτό δεν ήταν το όνομά της; Δεν ήταν και τόσο άσχημο μεταφραστικό παράπτωμα να μιλάει κανένας για μονές, μοναχούς, ιππότες και βασιλιάδες. Πολιτιστικά και τεχνολογικά, η Θούνσμπα ήταν αρκετά κοντά προς τη μεσαιωνική Ευρώπη.
Πολλοί χωρικοί κι άλλοι κάτοικοι της πόλης στέκονταν, κοιτώντας μ' ανοιχτό στόμα το σκάφος, καθώς έκανε την εμφάνισή του ο Αλακ. Αλλοι, πλησίαζαν. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στην πεδιάδα, κι αντίκρισε ένα ακόμα διαστημοσκάφος, κάπως μακριά - θα πρέπει να ήταν του Βάρις' ναι, θυμήθηκε τώρα την περιγραφή - και δώδεκα λογχοφόρους που το φρουρούσαν.
Αγνοώντας προσεκτικά τους ντυμένους στα σταχτιά κοινούς θνητούς, ο Αλακ περίμενε τους επίσημους της υποδοχής. Αυτοί δεν άργησαν να φανούν μέσα σε ένα κροτάλισμα από μεταλλικές πανοπλίες, καβάλα σε κιτρινόχρωμα κερασφόρα ζώα με καμπούρες στους ώμους. Μια ομάδα τοξοτών βημάτιζε ακριβώς πίσω τους, ενώ επικεφαλής όλης της πομπής ερχόταν ένας αγγελιοφόρος, φυσώντας μια σάλπιγγα, ντυμένος με κατακόκκινο χιτώνα. Πλησίαζαν ολοένα με σημαίες που ανέμιζαν, και βροντερά ποδοβολητά. Οι λόγχες τους κοιτούσαν το χώμα ειρηνικά, μα τα μάτια πρόσεχαν τα πάντα πίσω από τις ρυγχωτές προσωπίδες στα κράνη τους.
Ο αγγελιοφόρος προχώρησε μπροστά και έριξε το βλέμμα του στον Αλακ που φορούσε την πιο λαμπρή στολή του.
«Ο κύριός μας, Μόρλαχ, Βασιλιάς όλης της Θούνσμπα και Υπερασπιστής της Δύσης, σε χαιρετά ξένε. Ο κύριός μας, Μόρλαχ, σε προσκαλεί να δειπνήσεις και να κοιμηθείς».
Ο αγγελιοφόρος τράβηξε το σπαθί του, και το έτεινε με τη λαβή προς τον Αλακ. Εκείνος θυμήθηκε βιαστικά τα μαθήματα του, κι έτριψε το μέτωπό του στη λαβή.
Ήταν σχεδόν ανθρωποειδείς οι κάτοικοι του πλανήτη του Ρούφιν - ενοχλητικά ανθρωποειδείς μάλιστα, αν και δεν είχε κανένας δει τόσα πολλά είδη ζωής όσα ο Αλακ. Δεν ήταν το γαλαζωπό δέρμα, ούτε το βιολετί χρώμα των μαλλιών, ούτε οι μικρές ουρές που σε ενοχλούσαν: πάντα, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, αντιλαμβανόταν κανένας κάποια λεπτότερη διαφορά. Μύτες λίγο πιο μακριές, πρόσωπα ελάχιστα πιο τετράγωνα, γόνατα κι αγκώνες κρατημένα σε κάποια παράξενη γωνία - έμοιαζαν σα φιγούρες κινουμένων σκίτσων που έρχονταν ξαφνικά στη ζωή. Κι είχαν μια ιδιαίτερη δική τους μυρωδιά μουστάρδας. Ο Αλακ δε νοιαζόταν γι' αυτά, ξέροντας πολύ καλά ότι φαινόταν και μύριζε το ίδιο παράξενα κι εκείνος μπροστά τους, μα είχε δει νεαρούς δόκιμους να παθαίνουν παράξενες νευρώσεις ύστερα από μερικούς μήνες παραμονής σε ένα πλανήτη ανθρωποειδών στον έκτο βαθμό κατατάξεως.
Αποκρίθηκε βαριά στη Θουνσμπανική γλώσσα: «Ο κύριος μου, Μόρλαχ, ας δεχτεί τις ευχαριστίες μου και την πίστη μου. Δεν είμαι έμπορος, αλλά απεσταλμένος του βασιλιά των εμπόρων, και το όνομά μου είναι Γουίνγκ Αλακ. Βρίσκομαι εδώ με μια πολύ λεπτή αποστολή. Ζητώ ακρόαση από τον κύριο μου, Μόρλαχ, όσο συντομότερα ορίσει εκείνος!»
Ακολούθησαν μερικές ακόμα τελετουργικές στιγμές, κι ύστερα έφτασε ένας αριθμός σκλάβων για τη μεταφορά του εντυπωσιακού όγκου των δώρων του Αλακ.
Ύστερα του προσφέρθηκε ένα ζώο για να ιππεύσει, μα αρνήθηκε - οι έμποροι τον είχαν προειδοποιήσει γι' αυτό το μικρό αστείο, όπου βάζει κανένας ένα εξώκοσμο ον να ιππεύσει κάποιο ζώο που τρελαίνεται με τις ξένες μυρωδιές. Με την ανάλογη περηφάνια ζήτησε να του φέρουν μια μεταφερόμενη καρέκλα, κάτι που ήταν βέβαια άβολο και σου προκαλούσε ναυτία, μα που είχε περισσότερη αξιοπρέπεια. Οι ιππότες της Βάιναβογκ τον περιστοίχισαν και τον οδήγησαν μέσα από τις πύλες και τις μπλεγμένες λεωφόρους προς το φρούριο - παλάτι.
Στο εσωτερικό δε βρέθηκε μπροστά στον ακαλαίσθητο πλούτο που περίμενε, με σε μια περισσότερο ευγενή μεγαλοπρέπεια, με έπιπλα και διακοσμητικά αληθινά όμορφα. Στη Θούνσμπα μπορεί να πετούσαν τα σκουπίδια τους στους δρόμους, διέθεταν όμως εξαιρετικό καλλιτεχνικό αισθητήριο. Στη βασιλική αίθουσα ακροάσεων υπήρχαν εκατό ευγενείς, ένα πραγματικό ουράνιο τόξο από χιτώνες, που κινιόνταν εδώ και εκεί μιλώντας χαμηλόφωνα και χειρονομώντας. Ολόγυρα, έτρεχαν οι υπηρέτες προσφέροντας δίσκους με φαγητά και ποτά. Μια μικρή ορχήστρα έπαιζε: η μουσική της με τους οξείς ήχους χτύπησε άσχημα στα αυτιά του Αλακ. Αρκετοί μοναχοί, με γκρίζα ράσα και με πρόσωπα καλυμμένα, στέκονταν αμίλητοι κοντά στους τοίχους, δίπλα στους ακίνητους οπλοφόρους.
Ο Αλακ προχώρησε κάτω από λαμπερά δόρατα και γονάτισε μπροστά στο βασιλιά. Ο Μόρλαχ ήταν ογκώδης, μεσόκοπος στην ηλικία και με μακριά γενειάδα. Φορούσε κορώνα και κρατούσε πάνω στα πόδια του ένα γυμνό σπαθί. Στ' αριστερά του, στην τιμητική θέση - τα περισσότερα απ' αυτά τα είδη ήταν αριστερόχειρες - καθόταν ένας γέρος 'άνθρωπος' τελείως ξυρισμένος, με γαμψή μύτη και ψυχρό πρόσωπο. Ο χιτώνας του ήταν κίτρινος και το ψηλό, γεμάτο κοσμήματα καπέλο του σημαδευόταν από ένα χρυσό Χ.
«Τα σέβη μου, παντοδύναμε κύριε, Μόρλαχ. Από μακριά έρχομαι εγώ, ο ανάξιος Γουίνγκ Αλακ της Γης, να προσκυνήσω τη μεγαλειότητά σας, μπροστά στην οποία τρέμουν τα έθνη. Από το βασιλιά μου σας φέρνω ένα μήνυμα κι αυτά τα φτωχά δώρα».
Τα φτωχά δώρα σχημάτιζαν ένα πραγματικό σωρό από ρούχα και κοσμήματα φανταχτερού συνθετικού, μέχρι φανάρια και ξίφη από χάλυβα μαγγανίου. Ο Πλανήτης του Ρούφιν δεν μπορούσε, σύμφωνα με το νόμο, να εξοπλιστεί με σύγχρονα εργαλεία κι όπλα - στο τωρινό τουλάχιστον κοινωνικό στάδιο εξέλιξης των πολέμων και του φεουδαρχισμού - μα δεν υπήρχε καμία απαγόρευση για κατώτερης σημασίας αντικείμενα που, άλλωστε, ήταν ανίκανοι να αναπαράγουν.
«Καλώς όρισες, Σερ Γουίνγκ Αλακ. Πλησίασε, κάθισε δεξιά μου». Η φωνή του Μόρλαχ υψώθηκε, κι οι φωνές που βούιζαν ολόγυρα, χαμηλωμένες ήδη από περιέργεια, σταμάτησαν στη στιγμή.
«Ας ακουστεί σε όλους, ο Σερ Γουίνγκ Αλακ γίνεται αληθινά δεκτός, σαν καλεσμένος μου, απόλυτα ιερός και απαραβίαστος, και κάθε κακό που γίνεται στο πρόσωπό του, εκτός σε περίπτωση νόμιμης μονομαχίας, είναι κακό που γίνεται σε μένα και τον οίκο μου, κακό που ο Παντοπλάστης μου υπαγορεύει να εκδικηθώ».
Οι ευγενείς ήρθαν πιο κοντά. Δεν ήταν μια πολύ τυπική αυλή όπως είναι συνήθως τα πράγματα. Ένας από αυτούς ξεχώρισε και προχώρησε εμπρός, καθώς ο Αλακ ανέβαινε στον ψηλό θρόνο.
Μια ανατριχίλα διαπέρασε την πλάτη του ανθρώπου της Περιπόλου, και κάτι πρωτόγονο ξύπνησε στο κρανίο του.
Ο Σάμελ Βάρις ήταν ντυμένος σχεδόν όμοια με τους υπόλοιπους αριστοκράτες, με ένα φανταχτερό χιτώνα από ριγωτό βελούδο, στολισμένο με σειρές κοσμημάτων. Ο Αλακ μάντεψε σωστά, πως ένα βασιλικός σωματοφύλακας κατείχε πραγματικά αξιόλογη θέση, διαθέτοντας δικές του εκτάσεις γης και προσωπική ακολουθία. Ο Βάρις ήταν ένας μεγαλόσωμος, μελαχρινός άντρας με περήφανα χαρακτηριστικά και πανούργα μάτια. Η μνήμη του δούλεψε αμέσως, και προχώρησε μπροστά, κάνοντας μια ειρωνική υπόκλιση.
«Α! Σερ Γουίνγκ Αλακ», είπε στη Θουσμπανική γλώσσα. «Δεν περίμενα την τιμή να έρθετε εσείς ο ίδιος να με ζητήσετε».
Ο Βασιλιάς Μόρλαχ έδειξε να ξαφνιάζεται. Το φορτωμένο δαχτυλίδια χέρι του ακούμπησε το σπαθί του. «Το ότι γνωρίζεστε σεις οι δυο, δεν το ήξερα».
Ο Αλακ φρόντισε να καλύψει με τον ομαλότερο τρόπο το κενό. «Ναι, κύριέ μου, είναι αλήθεια πως, και παλιότερα συνέβη να σταθούμε αντιμέτωποι ο Βάρις και εγώ. Πραγματικά η αποστολή μου εδώ, έχει σχέση με αυτόν».
«Ήρθες, λοιπόν, για να τον πάρεις μακριά;» Ήρθε σα βρυχηθμός η απάντηση, ενώ οι ευγενείς της Βάιναμπογκ άπλωσαν τα χέρια στα εγχειρίδιά τους.
«Δε γνωρίζω τι σας έχει πει, κύριέ μου...»
«Ήρθε ως εδώ, γιατί εχθροί κατάκλυσαν το βασίλειό του, θέλοντας να του αφαιρέσουν τη ζωή. Με τίμησε πράγματι με δώρα ευγενικά. Και δώρο όχι ασήμαντο ανάμεσα στα άλλα, ένα από εκείνα τα όπλα της φλόγας, που ο λαός σου τόσο πεισματικά κρατάει δικά του. Έδωσε ακόμα σοφές συμβουλές, χάρη στις οποίες αποκρούσαμε τις στρατιές του Ράχανστογκ, κι επιβάλλαμε φόρο υποτέλειας στον άρχοντά τους».
Τα μάτια του Μόρλαχ έλαμπαν με ένα συνοφρυωμένο βλέμμα. «Να ξέρεις, λοιπόν, Σερ Γουίνγκ Αλακ, ότι κι αν ακόμα είσαι προσκαλεσμένος μου και δεν μπορώ να σε βλάψω, ο Σερ Βάρις ορκίστηκε να με υπηρετεί και με υπηρέτησε πράγματι σα σωματοφύλακάς μου. Γι αυτή του την πίστη του δόθηκε χρυσός κι ένα μεγάλο φέουδο. Η τιμή των ανακτόρων μου είναι ιερή... αν απαιτήσεις να τον παραδώσουμε στους εχθρούς του, θα είμαι υποχρεωμένος να σου ζητήσω να φύγεις αμέσως κι αν μετά ξανασυναντηθούμε, τόσο το χειρότερο για σένα!»
Ο Αλακ έσμιξε τα χείλη του για να σφυρίξει, μα συγκρατήθηκε. Να παραδώσει έτσι ένα ακτινοβόλο!...
Η πράξη από μόνη της ήταν ασήμαντη, το όπλο θα αχρηστευόταν μόλις ξοδευόταν η φόρτισή του, μα σα δείγμα της περιφρόνησης που έτρεφε ο Βάρις για το Γαλαξιακό Νόμο...
«Κύριέ μου», είπε βιαστικά, «δε μπορώ να αρνηθώ πως είχα μια τέτοια αίτηση να κάνω. Μα ποτέ δεν είχαμε, ούτε ο βασιλιάς μου ούτε εγώ, τη πρόθεση να προσβάλλουμε τη μεγαλειότητά σας. Τέτοια, λοιπόν, απαίτηση δε θα προβάλω».
«Ας ειρηνεύσουν τα πνεύματα», μίλησε ο ανώτερος ιερέας στα αριστερά του Μόρλαχ. Ο τόνος του δεν ήταν τόσο προσποιητά ειλικρινής όσο τα λόγια του: ήταν και αυτός ένας πολεμιστής, με το δικό του τρόπο, περισσότερο έξυπνος και περισσότερο επικίνδυνος από ό,τι οι φωνακλάδες στρατιωτικοί γύρω του. «Στο όνομα του Παντοπλάστη, συναντηθήκαμε αδελφικά. Ας μην αφήνουμε μαύρες σκέψεις να δίνουν στο Κακό την πύλη που ζητά για να εισέλθει».
Ο Μόρλαχ σώπασε.
«Αληθινά, κύριέ μου, δεν τρέφω κακά αισθήματα γι αυτόν τον απεσταλμένο», είπε χαμογελώντας ο Βάρις. «Βεβαιώ πως είναι ιπποτικός, και πως μόνη του επιθυμία είναι να το βασιλιά του, ακριβώς όπως εγώ επιθυμώ να υπηρετώ εσάς. Αν ο Αγιος Ηγούμενος και κύριός μου» - ο τίτλος ήταν το σχεδόν ισοδύναμο - «ζητά την ειρήνη σ' αυτή την αίθουσα, εγώ πρώτος υπακούω».
«Μάλιστα... ένας κλαψιάρης καλόγερος που εκλιπαρεί για ειρήνη την ώρα που ξεπηδά η προδοσία», γρύλισε ο Μόρλαχ. «Έχεις αρκετές εύφορες εκτάσεις που θάπρεπε να ανήκουν σε μένα, Ηγούμενε Γκούλμαναν - τράβα λοιπόν τα άπληστα χέρια σου απ' την ψυχή μου, τουλάχιστον!»
«Τα λόγια που απευθύνει σε μένα ο κύριός μου δεν έχουν σημασία», απάντησε λεπτά ο κληρικός, «μα αν μιλά ενάντια στο ναό, βλασφημεί τον Παντοπλάστη».
«Που να σε παγώσει η κόλαση, είμαι αρκετά ευσεβής!» μούγκρισε ο Μόρλαχ. «Τι θυσίες τις κάνω - για τον Παντοπλάστη, όμως, όχι για τον παραγεμισμένο Ναό του, που και από το θρόνο μου ακόμα θα με πετούσε!»
Ο Γκούλμαναν έγινε κατακόκκινος, μα συγκρατήθηκε' δάγκωσε τα λεπτά του χείλη και σταύρωσε τα σκελετωμένα του δάχτυλα. «Ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος είναι κατάλληλοι για να αναζητήσουμε τα σωστά όρια της θείας και της εγκόσμιας αρχής», είπε. «Θα κάνω θυσίες για την ψυχή σου, κύριέ μου, και θα προσεύχομαι να μην πέσεις σε σφάλμα».
Ο Μόρλαχ γρύλισε και φώναξε να του φέρουν κρασί. Ο Αλακ έμεινε αμίλητος ώσπου ξεθύμανε ο θυμός του βασιλιά. Ύστερα άρχισε να μιλά για τις δυνατότητες ανάπτυξης του εμπορίου.
Δεν είχε την ελάχιστη δικαιοδοσία να συνάπτει συνθήκες, μα ήθελε να βεβαιωθεί πως δε θα τον έδιωχναν έτσι αμέσως απ' τη Βάιναβογκ. Έχοντας πάρει μια γερή δόση αντί-αλλεργικών, ο Αλακ μπόρεσε να φαει αρκετά από τα φαγητά του βασιλιά, ώστε να μην προσβάλλει τον οικοδεσπότη. Ο Ντρογκς, πάντως, φρόντισε να του φέρει αρκετή ξηρή τροφή, όταν μπήκε στ' ανάκτορα για να υπηρετήσει τον «κύριό» του, στα διαμερίσματα που του είχαν παραχωρηθεί εκεί.
Ο Αλακ στεκόταν μελαγχολικά κοντά στο παράθυρο, κοιτώντας έξω τον υπέροχο νυχτερινό ουρανό με τα λαμπερά αστέρια και τα δυο φεγγάρια. Κάτω του, πίσω από τους απότομους τοίχους του κάστρου, ανάδινε το άρωμά του ένας κήπος. Από κάπου ακουγόταν να τραγουδά μια μεθυσμένη παρέα ευγενών - είχε αφήσει πολύ νωρίς τη γιορτή, κι εκείνοι συνέχιζαν ακόμα. Λίγα λυχνάρια φώτιζαν το ταπετσαρισμένο, υγρό δωμάτιο. Ήταν αρωματικά, δεν ήταν όμως Ρουφινιανός για να απολαμβάνει το άρωμα της μερκαπτάνης.
«Αν παίρναμε αρκετές χιλιάδες μεγαλόσωμους άντρες απ' την Περίπολο», είπε, «και τους δίναμε πανοπλίες, και τους εξοπλίζαμε με ρόπαλα, ίσως να καταφέρναμε να μπούμε και να βγούμε απ' το παλάτι. Αυτή τη στιγμή δε μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο».
«Και γιατί να μην το κάνουμε;» παρατήρησε ο Ντρογκς, σκυμμένος πάνω από ένα ναργιλέ που γουργούριζε, χαμογελαστός και άτρωτος στις ανησυχίες.
«Δεν έχει φινέτσα και ούτε είναι εγγυημένο -αυτοί οι Θουνσμπανοί είναι αρκετά ογκώδεις επίσης, και μπορεί να καταβάλλουν τους ανθρώπους μας. Αν πάλι χρησιμοποιούσαμε τεθωρακισμένα ή κάτι άλλο που θα μας έκανε άτρωτους, θα πρέπει να σταθούμε πολύ τυχεροί, για να μη λιώσουμε κάτω από τις ερπύστριες κανέναν από τους γενναίους ιππότες. Και τελικά, με τις φασαρίες στο Σάναντον να συνεχίζονται η Περίπολος δε μπορεί να διαθέσει μια τόσο μεγάλη δύναμη - κι ώσπου να μπορέσει ίσως να είναι πολύ αργά. Αυτοί οι ακατανόμαστοι έμποροι θα πρέπει να το έχουν διαδώσει στους μισούς πλανήτες του Συνδέσμου πως ο Βάρις βρέθηκε. Μες την επόμενη βδομάδα θα πρέπει να περιμένουμε την πρώτη προσπάθεια διάσωσης από τον Κάλντον».
«Χμμμ!... Σύμφωνα μ' όσα μου λες, η τοπική εκκλησία είναι στα μαχαίρια με το βασιλιά. Ίσως να μπορέσουμε να τους πείσουμε να κάνουν τη δουλειά για μας. Τίποτα στην Πρωταρχική Εντολή δεν μας απαγορεύει να αφήνουμε τα διάφορα όντα να αλληλοδολοφονούνται στους βαρβαρικούς κόσμους».
«Όχι - φοβάμαι πως οι ιερείς του Ναού δεν επιτρέπεται να πολεμούν, παρά μόνον όταν βρίσκονται σε αυτοάμυνα, και τα όντα αυτά ποτέ δεν παραβαίνουν τον νόμο». Ο Αλακ έτριψε το πηγούνι του. «Ίσως πάλι να κρύβεται μια καλή ιδέα εδώ. Θα πρέπει να...»
Το γκονγκ έξω από τη πόρτα χτύπησε.
Ο Ντρογκς πήγε καμπουριαστός ως εκεί και άνοιξε.
Στο άνοιγμα ξεπρόβαλλε ο Βάρις, επικεφαλής μισής ντουζίνας πολεμιστών. Τα γυμνά τους ξίφη άστραφταν στις ανταύγειες της νύχτας.
Το ακτινοβόλο του Αλακ βρέθηκε στη στιγμή στα χέρια του. Ο Βάρις χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι του. «Μην είσαι τόσο ορμητικός», συμβούλεψε. «Τα αγόρια αυτά είναι μια απλή προφύλαξη' θέλω μόνο να μιλήσουμε».
Ο Αλακ πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε ρουφώντας. «Ας μιλήσουμε, λοιπόν», απάντησε άτονα.
«Θέλω μόνο να σου τονίσω μερικά πράγματα, αυτό είναι όλο». Ο Βάρις μιλούσε την Γλώσσα των Γήινων ενώ οι φρουροί περίμεναν άγρυπνοι, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα από όσα λέγονταν, προσέχοντας μόνο τα πάντα γύρω τους. «Θέλω να πω πως είμαι υπομονετικός άνθρωπος μα υπάρχει κι ένα όριο στο πόση ακόμα καταδίωξη μπορώ να υπομείνω».
«Καταδίωξη! Κι οι σφαγές στη Νέα Αφροδίτη;»
Ο φανατισμός έλαμψε στα μάτια του Βάρις, μα απάντησε ήρεμα: «Ήμουν ο νόμιμα εκλεγμένος δικτάτορας. Σύμφωνα με τον Καλντονιανό νόμο έδρασα μέσα στα όρια των δικαιωμάτων μου. Η Περίπολος ήταν εκείνη που μηχανεύτηκε την επανάσταση. Η Περίπολος είναι εκείνη που συντηρεί την μισητή αποικιοκρατία στον πλανήτη μου».
«Ναι - ώσπου να φτάσει κάποτε η ώρα που αυτοί οι κολασμένοι, που ονομάζεις λαό, να αποκτήσουν κάποια λογική, έστω και με τη βία. Αν δε σε είχαμε σταματήσει, τώρα θα υπήρχαν περισσότεροι από ένας ολοκληρωτικά νεκροί κόσμοι». Το χαμόγελο του Αλακ ήταν παγωμένο. «Θα το καταλάβεις και μόνος σου, όταν θα ομαλοποιήσουμε την ψυχή σου».
«Δεν μπορείτε έτσι απλά να εκτελέσετε έναν άνθρωπο», αποκρίθηκε βηματίζοντας σαν τον τίγρη ο Βάρις, «πρώτα πρώτα να τον πάρετε και να τον λυγίσετε έτσι, που καθετί που πρώτα μισούσε να του είναι καλό. Δε θα αφήσω να συμβεί κάτι τέτοιο και σε μένα».
«Έχεις κολλήσει εδώ», είπε ο Αλακ. «Ξέρω πως το σκάφος σου είναι σχεδόν χωρίς καύσιμα. Μια και τόφερε ο λόγος, σε περίπτωση που σου έρθουν ιδέες, θέλω να ξέρεις πως το δικό μου είναι τέλεια παγιδευμένο. Το μόνο που χρειάζεται να κάνω εγώ είναι, να φωνάξω ενισχύσεις. Γιατί δεν παραδίνεσαι από τώρα να με γλιτώσεις από το κόπο;»
Ο Βάρις χαμογέλασε. «Ωραία προσπάθεια, φίλε, μα δεν είμαι και τόσο βλάκας. Αν η Περίπολος μπορούσε να είχε στείλει περισσότερους από σένα για να με συλλάβουν θα το 'χε κάνει. Θα μείνω εδώ, ποντάροντας πως σύντομα θα έρθει απ' τον Κάλντον μια ομάδα διάσωσης, πριν φτάσουν εδώ τα δικά σας πλοία. Και οι πιθανότητες είναι με το μέρος μου». Τέντωσε το δάκτυλό του. «Κοίταξε εδώ! Αν ήθελα, έβαζα τους άντρες μου να σε κόψουν κομματάκια - εσένα κι εκείνο το γλοιώδες μικρό τέρας. Δε μπορώ να το κάνω, γιατί πρέπει να ζήσω σύμφωνα με τον τοπικό κώδικα τιμής. Θα με πετούσαν έξω αν παράβαινα και στο ελάχιστο τους ηλίθιους νόμους τους. Μπορώ όμως να διατηρώ μια αρκετά μεγάλη σωματοφυλακή για να σε εμποδίσω να με απαγάγεις, όπως αναμφίβολα θα σκέπτεσαι να κάνεις».
«Είχα σκεφτεί κάπως το θέμα, ομολογώ», αποκρίθηκε ο Αλακ.
«Υπάρχει ακόμα και κάτι άλλο που μπορώ να κάνω. Μπορώ να μονομαχήσω μαζί σου. Να μονομαχήσω ως το θάνατο - δεν έχουν εδώ άλλο είδος μονομαχίας».
«Ωραία, είμαι αρκετά καλός σκοπευτής».
«Δεν επιτρέπουν σύγχρονα όπλα. Εκείνος που προκαλείται έχει την επιλογή, μα θα πρέπει να είναι τα όπλα είτε ξίφη, είτε τσεκούρια, είτε τόξα, είτε κάτι που θα το προβλέπει ο νόμος τους». Ο Βάρις γέλασε. «Πέρασα πολύ καιρό αυτό το τελευταίο χρόνο εξασκούμενος σ' αυτά ακριβώς τα όπλα. Και στην πατρίδα μου ακόμα είχα εξασκηθεί στην ξιφασκία. Εσύ τι πείρα έχεις σ' αυτά τα όπλα;»
Ο Αλακ σήκωσε τους ώμους του. Ρομαντικός δεν ήταν, ούτε στο ελάχιστο, κι έτσι δεν είχε ποτέ δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τα αρχαϊκά σπορ.
«Είμαι καλός στο να στήνω ωραίες παγίδες», απάντησε. «Ας πούμε πως διαλέγω να μονομαχήσουμε με μπαστούνια μόνο που στο δικό μου κρύβω μια αυτόματη λεπίδα».
«Έχω δει πως δουλεύουν κάτι τέτοια», αποκρίθηκε ήρεμα ο Βάρις. «Τα δηλητήρια απαγορεύονται, μα οι κρυμμένες συσκευές του είδους που αναφέρεις γίνονται δεκτές. Πάντως, όμως, τα όπλα πρέπει να είναι τα ίδια ακριβώς. Θα πρέπει να με χτυπήσεις με τη λεπίδα σου με την πρώτη προσπάθεια - και δεν νομίζω πως θα το κατάφερνες -διαφορετικά θα καταλάβαινα τι συνέβαινε και θα έκανα κι εγώ το ίδιο. Σε βεβαιώνω, δε με τρομάζει καθόλου μια τέτοια προοπτική. Σου αφήνω λίγες μέρες καιρό να δεις σε τι αδιέξοδο βρίσκεσαι. Αν στρέψεις τα όπλα του σκάφους σου πάνω στη πόλη ή σε μένα... θυμήσου, έχω κι εγώ όπλα. Αν σε μια βδομάδα δεν έχεις φύγει από το βασίλειο - ή αν αρχίζεις να κινείσαι ύποπτα πριν από αυτό το χρόνο - θα μονομαχήσω μαζί σου».
«Είμαι φιλήσυχος άνθρωπος», είπε ο Αλακ. «Χρειάζονται δύο για να γίνει μια μονομαχία».
«Όχι, εδώ δε χρειάζονται. Αν σε προσβάλω μπροστά σε μάρτυρες κι εσύ δε με καλέσεις σε μονομαχία, χάνεις τον τίτλο του ιππότη, και σε διώχνουν από τη χώρα ύστερα από αλλεπάλληλες μαστιγώσεις. Είναι μακρύς ο δρόμος ως τα σύνορα, και σε όλο το δρόμο θα σε χαράζει ένα βαρύ μαστίγιο. Δε θα βγεις ζωντανός από τη δοκιμασία».
«Εντάξει», αναστέναξε ο Αλακ.
«Τι θέλεις από μένα;»
«Θέλω να με αφήσεις ήσυχο».
«Το ίδιο θέλουν και οι λαοί που πήγαινες να πολεμήσεις τον προηγούμενο χρόνο».
«Καληνύχτα». Ο Βάρις στράφηκε προς την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο. Οι άντρες του τον ακολούθησαν.
Ο Αλακ έμεινε για λίγο σιωπηλός. Πέρα από τους τοίχους ξεχώριζε τον νυχτερινό άνεμο του Πλανήτη του Ρούφιν. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ξένος άνεμος, ο ήχος του ήταν αλλιώτικος από εκείνον του ανέμου στη Γη. Και φυσούσε ανάμεσα από τόσο διαφορετικά δέντρα, πάνω από μια τόσο απόκοσμη γη...
«Έχεις κανένα σχέδιο;» ψιθύρισε ο Ντρογκς.
«Είχα ένα», αποκρίθηκε ο Αλακ δένοντας νευρικά τα χέρια του πίσω. «Δεν ξέρει πως δε θα τον αιφνιδιάσω, δε θα καλέσω σε ενίσχυση πολεμικά πλοία ή πως δε θα κάνω τίποτα το θανάσιμο γι' αυτόν. Ετοίμαζα κάποια μπλόφα - μα φαίνεται πως με πρόλαβε. Θέλει να σιγουρευτεί πως θα πάρει και έναν τουλάχιστον άνθρωπο της Περιπόλου μαζί του στην κόλαση».
«Θα μπορούσες να μελετήσεις τον τοπικό κώδικα μονομαχίας», πρότεινε ο Ντρογς. «Θα μπορούσες να τον αφήσεις να σε σκοτώσει με τέτοιο τρόπο που να μοιάζει με τεχνικό σφάλμα. Τότε ο βασιλιάς θα τον εξόριζε και θα μου ήταν έτσι εύκολο να τον συλλάβω με μια αναισθητική ακτίνα».
«Ευχαριστώ» είπε ο Αλακ. «Η αφοσίωσή σου στο καθήκον είναι αληθινά συγκινητική».
«Θυμάμαι μια παροιμία της Γης», είπε ο Ντρογκς. Το Γκαλμανθιανό χιούμορ γινόταν πολύ βαρύ μερικές φορές. «Ο άνανδρος πεθαίνει χίλιους θανάτους, μα ο ήρωας μόνο μία φορά πεθαίνει».
«Μάλιστα. Βλέπεις, όμως, εγώ είμαι γεννημένος δειλός. Πολύ περισσότερο προτιμώ χίλιους συνθετικούς θανάτους από ένα γνήσιο. Κι όσον αφορά εμένα, ο ζωντανός δειλός είναι καλύτερος από το νεκρό ήρωα...»
Ο Αλακ σταμάτησε. Το σαγόνι του έπεσε απότομα, έκλεισε. Βούλιαξε σε μια καρέκλα, ακούμπησε τα πόδια του στο πρεβάζι ενός παραθύρου και βύθισε το χέρι του στα κόκκινα μαλλιά του.
Ο Ντρογκς γύρισε στο ναργιλέ κι άρχισε να καπνίζει ατάραχος.
Ήξερε τα σημάδια. Μπορεί να μην επιτρεπόταν στην Περίπολο να σκοτώσει, ήταν ελεύθερη όμως για καθετί άλλο - κι ένας εξιδανικευμένος φόνος είναι ένα γοητευτικό διαβολικό πράγμα.
Παρά τον τίτλο του πρέσβη , που ισχυριζόταν ότι κατείχε ο Αλακ ανακάλυψε πως δεν τον υπολόγιζαν και πολύ - η μοναδική του συνοδεία ήταν ένα αποκρουστικό μη-ανθρωποειδές. Κάτι τέτοιο όμως, μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Με την ελαφρά περιφρονητική αδιαφορία τους, οι ευγενείς της Βάιναμπογκ δε νοιάζονταν που βρίσκονταν. Κι έτσι, το επόμενο απόγευμα, πήγε στη μονή Γκρίμοχ.
Ο Γκούλμαναν τον δέχτηκε αμέσως σε ακρόαση. Ο Αλακ διέσχισε μια πλακοστρωμένη αυλή, προσπέρασε ένα ναό, όπου οι προσωπιδοφόροι μοναχοί εκτελούσαν μια παράξενα εντυπωσιακή λειτουργία, και μπήκε σε μια αίθουσα στο μεγάλο κεντρικό πύργο. Ήταν ένας χώρος μεγάλος, επιπλωμένος με αυστηρά σχέδια μα με πολυτελή υλικά, χρυσό κι ασήμι και πετράδια και βαρύτιμα υφάσματα. Ένας τοίχος ήταν καλυμμένος με βιβλιοθήκες που φιλοξενούσαν βιβλία με πολύτιμα δεσίματα, πολλά από τα οποία δεν ήταν εκκλησιαστικά. Ο ηγούμενος καθόταν μουδιασμένα σε ένα θρόνο από σκαλιστά σπάνια ξύλα. Ο Αλακ προσκύνησε, όπως όριζε το πρωτόκολλο και δέχτηκε την πρόσκληση να καθίσει.
Τα γέρικα μάτια ήταν σκεπτικά, παρατηρώντας τον με προσοχή. «Τι σε έφερε εδώ, τέκνο μου;»
«Είμαι ξένος, αγιότατε», αποκρίθηκε ο Γήινος. «Από την πίστη σας λίγα καταλαβαίνω, και το θεώρησα ντροπή μου που δεν ήξερα περισσότερα».
«Μέχρι τώρα δεν έχουμε φέρει κανένα εξώκοσμο επισκέπτη μας στην «Ατροπο», είπε βαριά ο ηγούμενος. «Εκτός φυσικά, από τον Σερ Βάρις, και φοβάμαι πως η αφοσίωσή του πηγάζει περισσότερο από σκοπιμότητα παρά από πίστη».
«Επιτρέψτε μου τουλάχιστο να ακούσω σε τι πιστεύετε», ζήτησε ο άνθρωπος της Περιπόλου με όση περισσότερη ειλικρίνεια μπορούσε να δώσει στο πρόσωπό του, κάτω από το φως της ημέρας.
Ο Γκούλμαναν χαμογέλασε, τονίζοντας τις ρυτίδες στο ισχνό, γαλάζιο πρόσωπό του. «Υποψιάζομαι πως δεν είναι μόνο η Ατροπος, ο σκοπός της αναζήτησής σου», απάντησε. «Είναι πολύ πιθανό να απασχολεί το μυαλό σου κάποιο πιο προσωρινό ζήτημα».
«Μα...». Αντάλλαξαν χαμόγελα. Θα ήταν δύσκολο να διεύθυνε κανένας έναν τόσο μεγάλο οργανισμό, όπως εκείνη η μονή χωρίς να είναι αρκετά ισχυρογνώμονας. Ο Αλακ, όμως επέμενε στις ερωτήσεις του. Του πήρε μια ώρα για να μάθει αυτά που ήθελε.
Η θρησκεία των Θουνσμπανών ήταν μονοθεϊστική. Η θεολογία τους, λεπτή και σύνθετη, οι τελετουργίες συναισθηματικά ικανοποιητικές, κι οι θρησκευτικές απαιτήσεις ευέλικτες αρκετά για να συμβιβάζονται με τις σαρκικές αδυναμίες. Κανένας δεν αμφισβητούσε την ουσιαστική αλήθεια της θρησκείας. Ο Ναός, όμως, ήταν άλλο ζήτημα.
Όπως και στη μεσαιωνική Ευρώπη, η εκκλησία ήταν ένας πανίσχυρος οργανισμός, διεθνής, φρουρός της γνώσης κι υπομονετικός διδάσκαλος μια βάρβαρης φυλής. Δεν υπήρχαν λαϊκοί κληρικοί - ο κάθε ιερέας ήταν μοναχός κάποιου βαθμού και κατοικούσε σε κάποιο μικρό ή μεγάλο μοναστήρι. Το καθένα από αυτά διευθυνόταν από έναν αξιωματούχο - όπως ο Γκούλμαναν σ' αυτή την περίπτωση - που ήταν υπεύθυνος για το μοναστήρι απέναντι στο Κεντρικό Συμβούλιο στην πόλη Αουγκνάχαρ.
Έτσι, όμως, όπως ήταν μεγάλες οι αποστάσεις κι αργή η συγκοινωνία, αυτή η ανώτερη αρχή είχε μια τυπική κυρίως παρουσία.
Ο κλήρος ήταν άγαμος και ολοκληρωτικά διαχωρισμένος από το πολιτικό καθεστώς, με τους δικούς του νόμους, δικαστήρια και ποινές. Κάθε λεπτομέρεια στη ζωή ενός κληρικού, ως την ενδυμασία και το διαιτολόγιο, καθοριζόταν λεπτομερειακά από έναν απαράβατο κώδικα - δεν υπήρχαν ιδιαίτερες απαλλαγές. Το να γίνει κανένας κληρικός, αν τον είχαν εγκρίνει, δεν ήταν παρά ζήτημα όρκων. Το να αφήσει όμως την εκκλησία δεν ήταν και τόσο εύκολο, καθώς ήταν απαραίτητη για κάτι τέτοιο ανάλογη απόφαση του Συμβουλίου. Ο μοναχός δεν είχε τίποτα δικό του. Η περιουσία που τυχόν είχε πριν γίνει κληρικός, μεταβιβαζόταν στους κληρονόμους του, ο γάμος που ίσως είχε κάνει διαλυόταν αυτόματα. Ακόμα κι ο Γκούλμαναν δε μπορούσε να ονομάσει δικά του τα ρούχα που φορούσε ή τις εκτάσεις που διαφέντευε: όλα ανήκαν στον εκκλησιαστικό οργανισμό' στη μονή. Κι η μονή ήταν πλούσια. Επί αιώνες, τιτλούχοι Θουνσμπανοί, της δώριζαν κτήματα ή περιουσίες.
Φυσικά, υπήρχαν διαμάχες ανάμεσα στο βασιλιά και την εκκλησία. Κι οι δυο αναζητούσαν δύναμη' κι οι δυο επέμεναν πως σε εκείνους ανήκε η τελική εξουσία. Ορισμένοι βασιλιάδες είχαν βάλει να δολοφονηθούν ηγούμενοι, ή τους είχαν φυλακίσει' ορισμένοι είχαν πάρει ασθενικά το δρόμο για την Κανόσα. Ο Μόρλαχ ήταν κάτι το ενδιάμεσο, φοβερίζοντας το Ναό, μα μη τολμώντας στην ουσία να του επιτεθεί ανοιχτά.
«...Καταλαβαίνω». Ο Αλακ έκλινε το κεφάλι του. «Σας ευχαριστώ, αγιότατε».
«Ελπίζω να απαντήθηκαν όλες οι ερωτήσεις σου». Η φωνή ήταν ξερή.
«Βέβαια, μόνο... υπάρχουν και ορισμένα ταπεινά ζητήματα...» Ο Αλακ σιώπησε για μια στιγμή, ζυγίζοντας τον άλλον. Ο Γκούλμαναν φαινόταν ολότελα τίμιος. Μια άμεση πρόταση δωροδοκίας δε θα μπορούσε παρά να ήταν προσβλητική. Η τιμιότητα, όμως, είναι κάτι περισσότερο τρωτό από ότι θα νόμιζε κανένας...
«Ναι; Μίλησε χωρίς φόβο, τέκνο μου. Από τα λόγια σου τίποτα δεν θα περάσει αυτούς τους τοίχους».
Ο Αλακ άρπαξε την ευκαιρία: «Όπως ξέρετε, το καθήκον μου είναι να μεταφέρω τον Σερ Βάρις στη δική του χώρα για να τιμωρηθεί για τις πολλές αξιόποινες πράξεις του».
«Ισχυρίστηκε πως ο σκοπός του ήταν δίκαιος». Είπε απτόητος ο Γκούλμαναν.
«Κι αυτό πιστεύει. Μα στο όνομα αυτού του δίκαιου σκοπού ήταν έτοιμος να οδηγήσει στο θάνατο περισσότερους ανθρώπους από όσους υπάρχουν σε ολόκληρο αυτό το κόσμο».
«Το αναρωτιόμουν αυτό...»
Ο Αλακ πήρε μια βαθιά ανάσα, και ύστερα μίλησε γρήγορα. «Ο Ναός είναι αιώνιος, έτσι δεν είναι; Φυσικά! Τότε πρέπει και να κοιτά αιώνες στο μέλλον. Δεν πρέπει να αφήσει έναν άνθρωπο, του οποίου οι προθέσεις είναι τουλάχιστον αμφίβολες, να σταθεί στο δρόμο μιας εξέλιξης, που θα μπορούσε να σημάνει τη σωτηρία χιλιάδων ψυχών».
«Είμαι γέρος», είπε ο Γκούλμαναν κουρασμένα. «Η ζωή μου δεν υπήρξε τόσο μοναστική όσο θα την ήθελα. Αν προτείνεις μια συνεργασία ανάμεσα σε μας τους δυο με αμοιβαία ωφέλεια, πες το καθαρά».
Ο Αλακ του εξήγησε σε γενικές γραμμές τι ήθελε. «Και η γη θα είναι δική σου», τελείωσε.
«Όπως επίσης κι οι φασαρίες, τέκνο μου», είπε ο ηγούμενος. «Έχουμε ήδη συγκρουστεί αρκετές με το Βασιλέα Μόρλαχ».
«Αυτό δεν θα είναι κάτι σοβαρό. Ο νόμος θα είναι με το μέρος μας».
«Ωστόσο η τιμή του Ναού δεν πρέπει να διακινδυνεύσει».
«Με απλά λόγια ζητάτε περισσότερα από όσα σας πρόσφερα».
«Ναι» είπε ξερά ο Γκούλμαναν.
Ο Αλακ περίμενε. Ιδρώτας άρχισε να μουσκεύει το σώμα του. Τι θα μπορούσε να κάνει αν του ζητούσε κάτι αδύνατο;
Το ρυτιδωμένο, γαλάζιο πρόσωπο πήρε μια σκεπτική έκφραση. «Η φυλή σου γνωρίζει πολλά», είπε ο ηγούμενος. «Οι χωρικοί μας κατασπαταλούν τις ζωές τους πολεμώντας ενάντια στο φτωχό έδαφος και τις εποχιακές ορδές των εντόμων. Υπάρχουν τρόποι να καλυτερεύσει η τύχη τους;»
«Αυτό είναι όλο; Ασφαλώς και υπάρχουν. Το να βοηθάμε την πρόοδο των λαών όταν τη ζητάνε, είναι ένας από τους κύριους στόχους της πολιτικής μας. Ο... ο βασιλιάς μου. Με μεγάλη ευχαρίστηση θα σας δάνειζε μερικούς τεχνικούς - αγρότες - που θα σας έδειχναν πως αντιμετωπίζονται όλα αυτά».
«Επίσης... είναι καθαρή πλεονεξία από μέρους μου, βέβαια. Όμως μερικές φορές τη νύχτα κοιτάζοντας ψηλά, τ' αστέρια, προσπαθώντας να καταλάβω αυτό που είπαν οι έμποροι - πως αυτός ο απέραντος, πανέμορφος κόσμος μας δεν είναι παρά μια κουκίδα που διατρέχει στριφογυρίζοντας μιαν απεραντοσύνη ασύλληπτη - γεννιέται μέσα μου μια αγωνία που δεν ξέρω τι σημαίνουν ακριβώς τα λόγια τους». Θα ήταν δυνατό να... να μεταφραστούν στα Θουνσμπανικά λίγα από τα βιβλία σας της επιστήμης που ονομάζεται αστρονομία;»
Ο Αλακ θεωρούσε τον εαυτό του κυνικό, έναν κυνικό που τον είχαν σκληρύνει οι περιστάσεις. Στα χρόνια που υπηρετούσε, είχε συχνά συμβεί να παραβεί με ελαφριά καρδιά και τους πιο ιερούς όρκους. Μα αυτή ήταν μια υπόσχεση που εννοούσε να την κρατήσει, ο κόσμος να χαλούσε. Γυρίζοντας πίσω στο σκάφος του, όπου κρυβόταν ο Ντρογκς από τους περίεργους, που με ανοιχτό στόμα χάζευαν, κι έστρωσε τον Γκαλμανθιανό στη δουλειά στο μηχανουργείο του σκάφους.
Ένας Γήινος δε θα μπορούσε ποτέ να φαει μεγάλες ποσότητες από την τροφή του πλανήτη, χωρίς να πεθάνει με φριχτό τρόπο. Ο Βάρις είχε φροντίσει να εξοπλίσει το σκάφος του με έναν συνθετητή τροφίμων, κι έτσι έφαγε καλά εκείνη τη νύχτα του επίσημου γεύματος. Δεν προσκάλεσε τον Αλακ να φαει μαζί του, κι έτσι ο άνθρωπος της Περιπόλου περιορίστηκε θλιμμένα στο φαγητό που η Υπηρεσία του φανταζόταν πως ήταν μια δυναμωτική και πλούσια μερίδα.
Μετά το δείπνο οι ευγενείς, αποσύρθηκαν σε μια κεντρική αίθουσα, όπου δύο τζάκια, ένα στο κάθε άκρο, προσπαθούσαν μάταια να καταπολεμήσουν την παγωνιά της νύχτας, για να πιουν και να κουβεντιάσουν. Ο Αλακ αγνοημένος από τους περισσότερους, άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, ώσπου έφτασε στον Βάρις. Ο φυγάς συζητούσε με αρκετούς βαρόνους.
Από το θρόνο του ο βασιλιάς Μόρλαχ άκουγε προσεκτικά. Ο Βάρις φρόντιζε να αυξήσει το κύρος του, εξηγώντας ορισμένες αρχές της θεωρίας των παιγνίων που θα έπρεπε να εγγυηθούν την επιτυχία του επόμενου πολέμου, «... κι έτσι, βαρόνε μου, δεν είναι μια ορισμένη νίκη αυτό που πρέπει να επιδιώκει κανένας στον πόλεμο, γιατί σε μια μάχη δεν υπάρχει βεβαιότητα, μα πρέπει να κατανέμει έτσι τις δυνάμεις του, ώστε να έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα νίκης...»
«Γουρουνοξεπλύματα!» πετάχτηκε ο Αλακ. Η Θουνσμπανική φράση που χρησιμοποίησε, ήταν περισσότερο καυστική.
«Διαφωνείτε, λοιπόν, κύριε;» ρώτησε ένας ιθαγενής.
«Όχι, ακριβώς», είπε ο άνθρωπος της Περιπόλου. Δεν αξίζει να διαφωνεί κανένας με ένα τόσο κουφιοκέφαλο γουρούνι, όπως αυτός ο νόθος γιος δούλου, ο Βάρις».
Το θύμα του παρέμεινε απαθές. Κανένας ιδιαίτερος τόνος δεν υπήρχε στη φωνή του: «Ελπίζω να ανακαλέσετε τα λόγια σας, κύριε».
«Ναι, ίσως να πρέπει να το κάνω», συμφώνησε ο Αλακ. «Ήταν υπερβολικά ήπιοι χαρακτηρισμοί. Στην πραγματικότητα, φυσικά, όπως γίνεται φανερό με μια μόνο ματιά στο πρησμένο του πρόσωπο, ο Σερ Βάρις είναι ένας κοπροβόρος σάκος φλύαρης μεγαλοστομίας, του οποίου τις συνήθειες δεν θα τολμούσα να περιγράψω, μια και θα έκαναν κι έναν σταβλίτη να κοκκινίσει».
Σιωπή έπεσε στην αίθουσα. Οι φλόγες μόνον ορμούσαν μουγκρίζοντας στις καπνοδόχους. Ο Βασιλιάς Μόρλαχ συνοφρυωμένος, ανάσαινε βαριά, μα σύμφωνα με το νόμο, δε μπορούσε να επέμβει. Οι πολεμιστές έφεραν τα χέρια στις λαβές των μαχαιριών τους.
«Ποιος είναι ο σκοπός σου;» μουρμούρισε ο Βάρις στη Γήινη γλώσσα.
«Φυσικά», είπε ο Αλακ στα Θουνσμπανικά, «αν ο Σερ Βάρις δεν αμφισβητεί τους ισχυρισμούς μου, δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε τη συζήτηση».
Ο Καλντονιανός, αναστέναξε. «θα τους αμφισβητήσω πάνω στο κορμί σου αύριο το πρωί», αποκρίθηκε.
Ένα ευχάριστο χαμόγελο χαράκωσε το κοκκινωπό πρόσωπό του Αλακ. «Απ' ότι καταλαβαίνω, δηλαδή, με προκαλείτε;» ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Σας προκαλώ σε μονομαχία».
«Πολύ καλά». Ο Αλακ έριξε μια ματιά ολόγυρα. Δεν υπήρχε πρόσωπο στην αίθουσα που να μην τον κοιτά.
«Κύριοι μου, είστε μάρτυρες ότι κλήθηκα να μονομαχήσω με τον Σερ Βάρις. Αν δεν κάνω λάθος, η εκλογή των όπλων και του χώρου της μονομαχίας ανήκει σε εμένα».
«Μες στα όρια των νόμων της μονομαχίας», βρυχήθηκε ο Μόρλαχ οργισμένα. «Καμία από τις απόκοσμες μαγείες σου».
«Μα, ασφαλώς, όχι», υποκλίθηκε ο Αλακ. «Αποφασίζω να πολεμήσω με τα δικά μου ξίφη, που είναι ελαφρότερα από τις δικές σας δίκοπες σπάθες, μα σας διαβεβαιώ, εξίσου θανατηφόρα αν δε φοράει κάποιος πανοπλία. Ο Σερ Βάρις, φυσικά, μπορεί να διαλέξει πρώτος το ξίφος του. Η μονομαχία θα γίνει έξω ακριβώς από την κύρια πύλη της Μονής Γκρίμοχ».
Δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο σ' αυτό. Αν κάποιος από τους μονομάχους πληγωνόταν βαριά, μπορούσε να μεταφερθεί στη μονή, γιατί οι μοναχοί ήταν επίσης κι οι τοπικοί χειρούργοι. Σε μια τέτοια περίπτωση του δινόταν καιρός να αναρρώσει, και μετά η μονομαχία συνεχιζόταν. Με την απλή και λογική πεποίθηση πως, οι εχθρότητες δεν πρέπει να διαιωνίζονται, ο Θουνσμπανικός νόμος όριζε πως, μια μονομαχία δεν είχε επίσημα τελειώσει πριν τον θάνατο ενός από τους δύο μονομάχους. Εκείνο που προκαλούσε ενδιαφέρον ήταν, η χρήση του ελαφρού ξίφους.
«Πολύ καλά», είπε ο Βάρις με παγωμένη φωνή. Το δέχτηκε καλά μόνο που ο Αλακ μπορούσε να μαντέψει τις ανησυχίες - τι παγίδα να μου έχει στήσει; - που κρύβονταν πίσω από εκείνα τα μάτια. «Αύριο την αυγή, λοιπόν».
«Ασφαλώς, όχι», είπε σταθερά ο Αλακ. Ποτέ δε σηκωνόταν πριν το μεσημέρι, όσο γινόταν βέβαια. «Θα πρέπει, λοιπόν, για χάρη σου να χάσω τον καλό μου ύπνο; Θα συναντηθούμε την Ώρα της Τρίτης Θυσίας».
Έκανε μια μεγαλόπρεπη υπόκλιση, «Καληνύχτα, Αρχοντα μου, και σεις ευγενείς».
Όταν βρέθηκε πίσω στο διαμέρισμά του, πέρασε από το παράθυρο και με τη βοήθεια μιας μικρής συσκευής αντιβαρύτητας, πάνω από το τείχος, με κατεύθυνση το σκάφος του. Ο Βάρις ίσως δοκίμαζε να τον δολοφονήσει, καθώς θα κοιμόταν.
Ή θα περιοριζόταν ο Καλντονιανός απλά στο γεγονός ότι ήταν καλύτερος ξιφομάχος. Ο Αλακ ήξερε πως, αυτό ήταν αλήθεια. Κι ίσως αυτή να ήταν η τελευταία νύχτα της ζωής του.
Ο απογευματινός ήλιος έριχνε μακριά ποτάμια φωτός πάνω στη γαλάζια βλάστηση και τα τείχη της Μονής Γκρίμοχ. Μπροστά στην κεντρική πύλη είχε καθαριστεί μια έκταση εκατό μέτρων. Στα σύνορα της στεκόταν ένα πλήθος ευγενών με τις κυρίες του, πίνοντας και στοιχηματίζοντας για το αποτέλεσμα.
Ο Βασιλιάς Μόρλαχ κοιτούσε βλοσυρά από έναν κινητό θρόνο - δε θα ευχαριστούσε, βέβαια, τον άνθρωπο που ήταν έτοιμος να του στερήσει τις υπηρεσίες του χρήσιμου Σερ Βάρις.
Πίσω ακριβώς από το άνοιγμα της πύλης ο Ηγούμενος Γκούλμαναν και δώδεκα μοναχοί, περίμεναν σαν αγάλματα από πέτρα.
Τρομπέτες ήχησαν, και προχώρησαν εμπρός οι δύο μονομάχοι. Φορούσαν ελαφρά πουκάμισα και παντελόνια, τίποτα άλλο. Ένας αξιωματούχος τους έψαξε τελετουργικά, για κρυμμένα όπλα ή θώρακα. Ο Ευγενής που είχε διοριστεί Κύριος Θανάτου, προχώρησε κοντά τους και διάβασε τον κώδικα. Ύστερα πήρε ένα μαξιλάρι με τα δύο ξίφη, δοκίμασε το καθένα ξεχωριστά, κι ύστερα τα έτεινε προς τον Βάρις.
Το ξίφος του Αλακ έδειχνε ελαφρό και γρήγορο, καθώς το έσφιγγαν τα δάχτυλά του. Η όραση και η ακοή του ήταν αφύσικα καθαρές, ήταν σαν κάθε φυλλαράκι χλόης στο έδαφος να ορθωνόταν ασάλευτο μπροστά του. Ίσως ο εγκέφαλός του να αποθήκευε πληροφορίες, όσο μπορούσε ακόμα.
Ο Βάρις, εκατόν σαράντα μέτρα μακριά φάνταζε γιγάντιος.
«Και τώρα, ας προστατεύσει τον δίκαιο ο Παντοπλάστης».
Μια ακόμα τρομπέτα πήρε ζωή. Η μονομαχία είχε αρχίσει.
Ο Βάρις άρχισε να περπατά, χωρίς να βιάζεται. Ο Αλακ πήγε να τον συναντήσει. Διασταύρωσαν τα ξίφη τους και στάθηκαν για μια στιγμή, καρφώνοντας ο ένας τον άλλον με το βλέμμα.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε στην Γήινη διάλεκτο ο φυγάς. «Αν είσαι ηλίθιος αρκετά, για να ελπίζεις ότι θα με σκοτώσεις, μπορείς να το ξεχάσεις. Ήμουν πρωταθλητής ξιφομάχος στην πατρίδα μου».
«Τα ξίφη είναι παγιδευμένα», είπε ο Αλακ με κάπως βιασμένο χαμόγελο. «Θα σε αφήσω να βρεις εσύ το πως».
«Υποθέτω πως ξέρεις πως, η τιμωρία για τη χρήση δηλητηρίου είναι θάνατος στην πυρά...» Για μια στιγμή η φωνή του φάνηκε να παίρνει ένα παραπονιάρικο τόνο. «Γιατί δεν με αφήνεις στην ησυχία μου. Τι δουλειά έχεις μαζί μου;»
«Δουλειά μου είναι να διατηρώ την ειρήνη», είπε ο Αλακ. «Στο κάτω-κάτω για αυτό πληρώνομαι».
Ο Βάρις ούρλιαξε. Η λεπίδα του σφύριξε στον αέρα. Ο Αλακ οπισθοχώρησε πάνω στην ώρα.
Ακούστηκε ο λεπτός, κουδουνιστός ήχος του ατσαλιού.
Ο Βάρις τίναζε αρμονικά, επιθετικά το σώμα του, με μια παγερή απόφαση στο πρόσωπο. Ο Αλακ έκοβε άγρια τον αέρα χειριζόταν σα σπάθα το ελαφρύ του ξίφος. Η περιφρόνηση ρυτίδωσε το στόμα του Βάρις.
Απόκρουσε ένα χτύπημα πήρε θέση κι ο Αλακ ένιωσε ένα πόνο να του κεντρίζει τον ώμο. Το πλήθος κραύγασε.
Ένα χτύπημα μόνο! Ένα χτύπημα μόνο πριν με πετύχει ίσια στη καρδιά!
Ο Αλακ ένιωσε το στήθος του να ζεσταίνεται και να υγραίνει.
Επιφανειακό κόψιμο, τίποτα περισσότερο. Θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει να πιέσει το κρυμμένο κουμπί στη λαβή του ξίφους του και το έκανε βλαστημώντας.
Το όπλο του Βάρις χόρευε μπρος στα μάτια του. Ένιωσε ένα ακόμα ελαφρό κόψιμο. Ο Βάρις έπαιζε μαζί του! Ψυχρά, οπισθοχώρησε κάτω από τους χλευασμούς των θεατών, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί.
Η κίνηση που πρέπει να κάνω ... πως διάβολο τη λένε, αντιξιφισμό, χτύπημα 'αν αβάν'. Ο Βάρις πλησίασε τον ακίνητο Αλακ. Ο άνθρωπος της Περιπόλου τινάχτηκε σκοπεύοντας το αριστερό του χέρι. Ο Βάρις απόκρουσε το χτύπημα. Κάπως όμως, ο Αλακ έστριψε τη λεπίδα του και χτύπησε το φυγάδα στο στήθος. Τώρα - Θεέ βοήθησέ με, πρέπει να καταφέρω να βγω ζωντανός τα επόμενα δευτερόλεπτα! Το εχθρικό ατσάλι τινάχτηκε για το λαιμό του. Το απόκρουσε προς τα κάτω, αδέξια, την τελευταία στιγμή. Ο μηρός του χαράχτηκε από τη λεπίδα. Ο Βάρις τινάχτηκε προς τα πίσω, για να κάνει χώρο. Ο Αλακ τον μιμήθηκε. Κοιτώντας προσεκτικά, είδε τα μάτια του Καλντονιανού, που άρχιζαν να στριφογυρίζουν. Το ξίφος στα χέρια του ταλαντευόταν. Ο Αλακ, αποφασίζοντας πως έπρεπε να κάνει πιστευτή εκείνη τη στιγμή την πτώση του αντιπάλου του, τινάχτηκε και χτύπησε τον Βάρις στον ώμο - ένα ακίνδυνο χτύπημα που έκανε όμως το αίμα να τρέξει με ικανοποιητικό ενθουσιασμό. Ο Βάρις πέταξε το ξίφος του κι άρχισε να παραπατά. Ο Αλακ πρόλαβε και παραμέρισε ακριβώς τη στιγμή που έπεφτε το μεγάλο σώμα.
Οι ευγενείς ούρλιαζαν. Ο βασιλιάς Μόρλαχ βρυχώταν. Ο Κύριος του Θανάτου έτρεξε εμπρός για να τραβήξει στην άκρη τον Αλακ. «Οι νόμοι δεν επιτρέπουν να χτυπάς έναν πεσμένο αντίπαλο», είπε.
«Σας... διαβεβαιώ... δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση...». Ο Αλακ κάθισε στο χώμα κι άφησε τον πλανήτη να στριφογυρνά γύρω του.
Ο Ηγούμενος Γκούλμαναν κι οι άλλοι μοναχοί έσκυψαν πάνω στον Βάρις, εξετάζοντάς τον με επιδέξια δάχτυλα. Σε λίγη ώρα ο γέροντας ιερέας ανασηκώθηκε κι είπε με φωνή χαμηλή, που όμως με κάποιο τρόπο ξεχώριζε από το θόρυβο: «Δεν είναι άσχημα χτυπημένος. Θα πρέπει να είναι αρκετά καλά αύριο. Ίσως να λιποθύμησε απλώς».
«Με λίγες γρατσουνιές όπως αυτές;» κραύγασε ο Μόρλαχ. «Κύριε του Θανάτου, έλεγξε την λεπίδα του κοκκινοτρίχη άπιστου! Υποπτεύομαι δηλητήριο!»
Ο Αλακ πίεσε πίσω στη θέση του το κουμπί που εξείχε, και παράδωσε το ξίφος του. Ενώ το επιθεωρούσαν ο Βάρις μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Μονής, κι η πύλη έκλεισε πίσω του.
Ο Κύριος του Θανάτου κοίταξε και τα δύο όπλα, υποκλίθηκε προς το βασιλιά και είπε απορημένος: «Δεν υπάρχει ίχνος δηλητηρίου, κύριέ μου... άλλωστε, ο Σερ Βάρις διάλεξε πρώτος το ξίφος του... και τα δύο είναι καθόλα όμοια, από όσο μπορώ να δω... εξάλλου, κι ο αγιότατος δεν είπε πως δεν είναι σοβαρά τραυματισμένος;»
Ο Αλακ σηκώθηκε όρθιος τρικλίζοντας. «Είμαι ο καλύτερος, αυτό συμβαίνει», μουρμούρισε. «Νίκησα τίμια και σωστά. Τώρα αφήστε με να περιποιηθώ τις πληγές μου... θα σας δω όλους το πρωί...»
Τράβηξε προς το σκάφος του, όπου ο Ντρογκς του είχε ετοιμάσει ένα μπουκάλι ουίσκι.
Χρειάστηκε μεγάλη δύναμη θέλησης για να βρίσκεται στο παλάτι όταν συναθροίστηκε η αυλή - όχι πως είχε ιδιαίτερα εξασθενίσει ο Αλακ, αλλά οι Θουνσμπανοί άρχιζαν τη μέρα τους σε φριχτή ώρα. Σε αυτή τη περίπτωση ήταν απαραίτητο να σηκωθεί πρωί, γιατί δεν ήξερε πότε θα έφτανε στο αποκορύφωμά του το σχέδιο του.
Τον υποδέχτηκαν με αισθήματα ανάμικτα από τη μια μεριά σεβασμό, που είχε καταβάλει το μεγάλο Σερ Βάρις - στον πρώτο γύρο τουλάχιστον - κι από την άλλη με μια ορισμένη αμφιβολία για το αν το είχε κατορθώσει δίκαια. Ο Βασιλιάς Μόρλαχ τον υποδέχτηκε σκυθρωπά, όχι όμως ανοιχτά εχθρικά. Έπρεπε να περιμένει για τη γνωμάτευση των γιατρών.
Ο Αλακ βρήκε ένα φιλικό κόμη, και πέρασε την ώρα του ανταλλάσσοντας σόκιν ανέκδοτα. Είναι πάντα καταπληκτικό το πόσα απ' τα κλασικά του είδους κυκλοφορούν ανάμεσα σ' όλα τα θηλαστικά είδη. Αυτό δεν είναι επιχείρημα για την ύπαρξη μιας προϊστορικής Γαλαξιακής αυτοκρατορίας, αλλά επιχείρημα για τους παράλληλους δρόμους τους μεγάλων μυαλών.
Λίγο πριν το μεσημέρι μπήκε στην αίθουσα ο Ηγούμενος Γκούλμαναν. Πολλοί προσωπιδοφόροι μοναχοί τον ακολουθούσαν, κρατώντας όπλα - κάτι πολύ ασυνήθιστο - και περιτριγυρίζοντας έναν που ήταν άοπλος. Ο ιερέας σήκωσε το χέρι του προς το βασιλιά και στην αίθουσα απλώθηκε απόλυτη σιωπή.
«Λοιπόν», μίλησε ο Μόρλαχ, «τι σε φέρνει εδώ;»
«Το θεώρησα καλύτερο να αναφέρω προσωπικά το αποτέλεσμα της μονομαχίας, κύριέ μου», είπε ο Γκούλμαναν. «Ήταν... εκπληκτικό!»
«Εννοείς, μήπως, ότι ο Σερ Βάρις είναι νεκρός;» Τα μάτια του Μόρλαχ πετούσαν φλόγες. Δε μπορούσε να μονομαχήσει με τον ίδιο του τον φιλοξενούμενο, μπορούσε, όμως, αρκετά εύκολα να βάλει έναν από τους σωματοφύλακές του να προσβάλλει τον Γουίνγκ Αλακ.
«Όχι, κύριέ μου. Στην υγεία του είναι καλά, οι πληγές του είναι επιφανειακές. Αλλά - κατά κάποιον τρόπο φωτίστηκε από τη χάρη του Παντοπλάστη». Ο Ηγούμενος έκανε μια μεγαλόπρεπη χειρονομία. Καθώς είδε τον Αλακ, ένα βλέφαρό του μισόκλεισε.
«Τι θέλεις να πεις;» ο Μόρλαχ φάνηκε να σαστίζει, ενώ το χέρι του χούφτωσε το σπαθί του.
«Τούτο μόνο. Καθώς συνήλθε, του πρόσφερα πνευματική καθοδήγηση, όπως πάντα κάνω με τους πληγωμένους άντρες. Μίλησα για τις αρετές του Ναού, της ιεροσύνης, της αφιερωμένης ζωής. Μισοαστεία σχεδόν, ανάφερα τη δυνατότητα πως ίσως να ήθελε να απαρνηθεί τον κακό αυτόν κόσμο, και να μπει στο Ναό σαν αδελφός. Κύριέ μου, μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν συμφώνησε... όχι, όταν επέμενε να αφιερώσει όλα τα κτήματα και την περιουσία του στην Μονή, και να ορκιστεί αμέσως μοναχός!». Ο Γκούλμαναν ύψωσε το βλέμμα προς τον ουρανό. «Ένα θαύμα, πράγματι!»
«Τι;» ακούστηκε το ουρλιαχτό του βασιλιά.
Ο μοναχός, που βρισκόταν με συνοδεία, ξέσκισε την προσωπίδα του. Το πρόσωπο του Βάρις φάνηκε να πετάει φλόγες. «Βοήθεια!» μούγκρισε. «Βοήθεια, κύριέ μου! Με πρόδωσαν...!»
«Υπάρχουν δώδεκα αδελφοί, που στάθηκαν μάρτυρες των πράξεών σου, κι είναι έτοιμοι να πάρουν τους τρομερότερους όρκους γι' αυτό», είπε αυστηρά ο ηγούμενος. «Μείνε στη θέση σου, Αδερφέ Βάρις. Αν το κακό ξαναμπεί στην ψυχή σου, θα πρέπει να σου επιβάλλω βαριές τιμωρίες».
«Μαγεία!» ακούστηκε να ψιθυρίζεται με τρόμο σε όλη τη μεγάλη αίθουσα.
«Όλοι γνωρίζουν πως, η μαγεία δεν έχει καμία δύναμη μες στα τείχη μιας ιερής μονής», προειδοποίησε ο Γκούλμαναν. «Μη μιλάτε σαν αιρετικοί».
Ο Βάρις κοιτούσε άγρια ολόγυρα, τ' ακόντια και τους πελέκεις που τον περιτριγύριζαν. «Ήμουν υπνωτισμένος κύριέ μου», φώναξε λαχανιασμένα. «Θυμάμαι τι έκανα, μάλιστα, μα δεν είχα δική μου θέληση - ακολούθησα τα λόγια αυτού του γέρο-διάβολου-» Είδε τον Αλακ και μούγκρισε. «Υπνίτης».
Ο άνθρωπος της περιπόλου έκανε ένα βήμα μπροστά και υποκλίθηκε στο βασιλιά. «Μεγαλειότατε», είπε, «ο τέως Σερ Βάρις διάλεξε πρώτος το ξίφος του. Μα αν θα θέλατε να τα επιθεωρήσετε και πάλι, τα έχω εδώ».
Ήταν αρκετά εύκολο τελικά: δυο υποδερμικές βελόνες, μόνο που ήταν άχρηστα σε εκείνον που δεν τις ήξερε, και που δεν ήξερε που να πιέσει. Στο μηχανουργείο του σκάφους του μπορούσε να κατασκευάσει ένα τέτοιο ξίφος μέσα σε δυο ώρες.
Ο Αλακ παράδωσε τα ξίφη στο βασιλιά, κάτω από το χιτώνα του. Ο Μόρλαχ κοίταξε προσεκτικά το μέταλλο, ζήτησε να του φέρουν ένα ζευγάρι σιδερόπλεκτα γάντια, και έσπασε τις λεπίδες στα χέρια του.
Ο μηχανισμός τους αποκαλύφθηκε στα μάτια του.
«Βλέπεις;» φώναξε ο Βάρις. «Βλέπεις τα δηλητηριασμένα αγκάθια; Κάψε ζωντανό τον προδότη!»
Ο Μόρλαχ χαμογέλασε φριχτά. «Κι έτσι θα γίνει», είπε.
Ο Αλακ έκανε ένα μορφασμό, ενώ ένιωθε τους μυς στο σώμα του να τεντώνονται. Αυτό ήταν το επικίνδυνο σημείο. Αν δε μπορούσε να το χειριστεί μέχρι τέλους, θα σήμαινε έναν αρκετά φρικτό θάνατο.
«Κύριέ μου», απάντησε, «αυτό θα ήταν άδικο. Τα όπλα είναι τελείως όμοια, κι ο τέως-Σερ Βάρις διάλεξε πρώτος το δικό του. Επιτρέπεται να γίνεται χρήση κρυμμένων μηχανισμών χωρίς να προειδοποιούμε τον αντίπαλο».
«Το δηλητήριο...», άρχισε ο Μόρλαχ.
«Μα, αυτό δεν ήταν δηλητήριο. Ο ίδιος ο Βάρις δεν στέκεται υγιής μπροστά σας;»
«Ναι...» ο Μόρλαχ έξυσε το κεφάλι του. «Όταν όμως επαναληφθεί η μονομαχία εγώ θα είμαι εκείνος που θα σας δώσει τα όπλα».
«Ένας μοναχός», είπε ο Γκούλμαναν «δε μπορεί να έχει ιδιωτικές φιλονικίες. Ο νέος αυτός μοναχός θα ξαναγυρίσει στο κελί του για νηστεία και προσευχή».
«Ένας μοναχός μπορεί να απαλλαγεί από τους όρκους του, κάτω από ορισμένες συνθήκες», είπε ο Μόρλαχ. «Και θα φροντίσω να γίνει έτσι».
«Μα σταθείτε!» φώναξε ο Γουίνγκ Αλακ με τον καλύτερο Σαιξπηρικό του τρόπο. «Κύριέ μου, κέρδισα τη μονομαχία. Θα ήταν ενάντια στο νόμο να μιλούμε για επανάληψή της - γιατί ποιος μπορεί να πολεμήσει έναν νεκρό;»
«Την κέρδισες;» φώναξε ο Βάρις παλεύοντας με τους γεροδεμένους μοναχούς που τον κρατούσαν από τα χέρια. «Εδώ είμαι, ολοζώντανος, έτοιμος να σε...»
«Κύριε και βασιλιά μου», είπε ο Αλακ, «μπορώ να μιλήσω;»
Το βασιλικό μέτωπο συννέφιασε, μα: «Ναι, μπορείς», γρύλισε ο Μόρλαχ.
«Πολύ καλά». Ο Αλακ καθάρισε το λαιμό του. «Κατ΄ αρχήν, λοιπόν πολέμησα σύμφωνα με τους νόμους. Το δέχομαι, υπήρχε μια βελόνα σε κάθε ξίφος, για την οποία ο Σερ Βάρις δεν είχε ειδοποιηθεί, μα αυτό επιτρέπεται, σύμφωνα με τον κώδικα. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι τον δηλητηρίασα, μα κάτι τέτοιο είναι αβάσιμος ισχυρισμός, αφού όλοι τον βλέπετε να στέκεται μπροστά σας απείραχτος. Το υπνωτικό που χρησιμοποίησα, έχει προσωρινή μόνον επίδραση, κι έτσι δεν είναι εξ ορισμού δηλητήριο. Επομένως, η μονομαχία μας ήταν δίκαιη και σύμφωνη με τους νόμους».
«Δεν είναι όμως τελειωμένη», είπε ο Μόρλαχ.
«Ω, μα είναι, κύριέ μου. Ποια είναι η κανονική κατάληξη μιας μονομαχίας; Δεν είναι μήπως ο θάνατος του ενός των μονομάχων, σαν άμεσο αποτέλεσμα της επιδεξιότητάς και πανουργίας του άλλου;»
«Ναι, φυσικά...»
«Τότε ισχυρίζομαι ότι ο Βάρις, παρόλο που δε δηλητηριάστηκε, πέθανε, σαν άμεσο αποτέλεσμα των πληγών που του προξένησα. Είναι τώρα νεκρός! Γιατί, θυμηθείτε, πήρε τους όρκους ενός μοναχού - και το έκανε αυτό, εξαιτίας του ναρκωτικού που του έδωσα. Οι όρκοι αυτοί μπορεί να μην είναι ολότελα απαράβατοι, μα τον δεσμεύουν όμως, έως τότε που το Συμβούλιο θα τον απαλλάξει από αυτούς. Και... ένας μοναχός δε διαθέτει περιουσία. Τα επίγεια αγαθά του ανήκουν πια στους κληρονόμους του. Η γυναίκα του είναι χήρα. Είναι πέρα από τη δικαιοδοσία του πολιτικού δικαίου. Είναι με λίγα λόγια, νομικά νεκρός!»
«Μα, βρίσκομαι εδώ, μπροστά σας!» ούρλιαξε ο Βάρις.
«Ο Νόμος είναι ιερός», ανάγγειλε γαλήνια ο Αλακ.
«Επιμένω να τηρηθούν οι νόμοι. Και σύμφωνα με κάθε νομικό ορισμό, είσαι νεκρός. Δεν είσαι πια ο Σερ Βάρις της Βάιναμπογκ, αλλά ο Αδερφός Βάρις της Γκρίμοχ - ένα ολότελα διαφορετικό πρόσωπο. Αν αυτό το γεγονός δε γίνει αποδεκτό, τότε πρέπει να ανατραπεί ολόκληρη η κοινωνική δομή της Θούνσμπα, γιατί στηρίζεται στον ολοκληρωτικό διαχωρισμό του πολιτικού και εκκλησιαστικού νόμου. Ο Αλακ υποκλίθηκε. «Και σύμφωνα μ' αυτά, κύριέ μου, είμαι ο νικητής της μονομαχίας».
«Το δέχομαι», είπε στο τέλος ο Μόρλαχ. «Σερ Γουίνγκ Αλακ, είσαι ο νικητής. Είσαι επίσης και φιλοξενούμενός μου, και δε μπορώ να σε βλάψω... μα ως τη δύση του ήλιου πρέπει να έχεις αφήσει για πάντα τη Θούνσμπα!» Το βλέμμα του έπεσε στον Βάρις. «Μη φοβάσαι, Θα επικοινωνήσω με το Συμβούλιο και θα σε απαλλάξω από τους όρκους σου».
«Αυτό μπορείτε να το κάνετε, κύριέ μου», είπε ο Γκούλμαναν. «Φυσικά, ωσότου εγκριθεί η αίτησή σας, ο αδερφός Βάρις θα πρέπει να μείνει μοναχός, και να ζει σα μοναχός. Ο νόμος δεν επιτρέπει εξαιρέσεις».
«Αυτό είναι αλήθεια», γρύλισε ο βασιλιάς. «Λίγες βδομάδες μόνο... υπομονή».
«Στους μοναχούς», είπε ο Γκούλμαναν, «δεν επιτρέπεται να παραγεμίζουν τα στομάχια τους με ιδιαίτερες τροφές. Θα τρέφεσαι με το ευλογημένο ψωμί της Θούνσμπα, Αδελφέ Βάρις, και θα διαλογίζεσαι...»
«Θα πεθάνω!» φώναξε ο φυγάς.
«Είναι πολύ πιθανό να αρχίσεις πρόωρα το ταξίδι για έναν καλύτερο κόσμο», χαμογέλασε ο ηγούμενος. «Μα δε μπορώ να παραβλέψω το νόμο... βέβαια, θα μπορούσα να σε στείλω σε μια ειδική αποστολή, αν είσαι πρόθυμος να πας. Μια αποστολή προς το Βασιλιά των Γαλαξιακών, από τον οποίο έχω ζητήσει ορισμένα βιβλία. Ο Σερ Γουίνγκ Αλακ θα σε μεταφέρει πρόθυμα».
Ο Μόρλαχ στεκόταν ακίνητος. Κανένας σε ολόκληρη την αυλή δεν τολμούσε να κινηθεί. Τότε κατι έσπασε τον Βάρις. Βουβά, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Οπλισμένοι καλόγεροι τον οδήγησαν προς το διαστημοδρόμιο.
Ο Γουίνγκ Αλακ ευχαρίστησε ευγενικά το βασιλιά για τη φιλοξενία και τους ακολούθησε. Από τότε δεν ξαναμίλησε, ώσπου ο αιχμάλωτός του μεταφέρθηκε με ασφάλεια με το σκάφος, κι ώσπου εκείνο βρέθηκε με ασφάλεια στο διάστημα, με τον Ντρογκς στα όργανα ελέγχου και εκείνον να καπνίζει ένα καλό πούρο.
Τότε μόνο μίλησε: «Εμπρός παλιόφιλε μην έχεις τέτοια μούτρα», παρότρυνε τον Βάρις. «Δε θα είναι και τόσο άσχημα. Θα αισθάνεσαι πολύ καλύτερα όταν θα εξαλείψουν οι ψυχίατροι μας τους ψυχαναγκασμούς που έχεις για τον πόλεμο».
Ο Βάρις τον κάρφωσε με κατακόκκινο βλέμμα. «Υποθέτω ότι νομίζεις πως είσαι ένας μεγάλος ήρωας», είπε.
«Προς Θεού, όχι» είπε ο Αλακ, ανοίγοντας ένα μπουκάλι ουίσκι. «Είμαι πολύ πρόθυμος να αφήσω για σένα αυτό το τίτλο. Ήταν το μεγάλο σου λάθος, καταλαβαίνεις. Ένας ήρωας δεν πρέπει ποτέ να ανακατεύεται με έναν έξυπνο δειλό».

Δεν υπάρχουν σχόλια: