4.10.13

Τυχοδιώκτης

PoulAnderson
φραση:Γιάννης Ανδρέου
Αφούτέλειωσα το εσωτερικό καθάρισμα,περπάτησα λίγο έξω για να δω τη βραδιά.Ελάχιστες μέρες είχαν περάσει από τότεπου μετακόμισα εδώ. Πριν, ήμουν χαμηλά,στα δάση. Τώρα βρισκόμουν πάνω από τηδασωμένη περιοχή κι ο χρόνος που είχεπεράσει μόλις που ήταν αρκετός για ναβολέψω το κορμί μου εδώ - να συγυρίσωτην καμπίνα και την επίπλωσή της, ναεξερευνήσω την περιοχή, ν' απλώσω τιςσυσκευές ηχογράφησης, ν' αφήσω ταπνευμόνια μου να συνηθίσουν τον αραιότεροαέρα. Η ψυχή μου ακόμα προσπαθούσε ναπροσαρμοστεί.
Μουέλειπαν οι σαν χρυσάφι πιτσιλιές τουήλιου στ' απαλά, σκούρα καφέ χαμόκλαδα,η αρρενωπή τραχύτητα κι η γλυκιά, σανγυναίκας, μυρωδιά των πεύκων, το πράσινότους που σπάθιζε τον ουρανό, εκείνο τορυάκι που άστραφτε και τραγουδούσε, οιφωνές των πουλιών, το γουαπιτί με ταθαυμάσια κέρατα που είχε γίνει φίλοςμου κι έπαιρνε τροφή απ' τα χέρια μου.(Του άρεσαν ιδιαίτερα οι αγγουρόφλουδες.Τον φώναζα Τσάρλυ).
Δεζεις έξι μήνες σ' ένα μέρος, από τη φλόγατου φθινοπώρου και σ' όλο το σίδερο καιτο λευκό του χειμώνα για να ξαναγεννηθείςμαζί με τη γη όταν ανασάνει πάνω της ηάνοιξη - δεν είναι δυνατό να το κάνειςαυτό και να μην κρατήσεις κάτι απ' αυτότο μέρος για πάντα, βαθιά μέσα στα σωθικάσου.
Παρ'όλα αυτά, εξακολουθούσα να θυμάμαι τηνπεριοχή στα ψηλά κι όταν η Τζο Μοντζελέσκιείπε ότι δεν κατάφερε να μου εξασφαλίσειπαράταση του χρόνου διαμονής μου,αποφάσισα ν' ανέβω εδώ για όσο καιρό μ'απόμενε. Ήταν μέρος του σχεδίου μουαγαπούσε τη φυσική περιοχή όσο κι εγώ,όμως κρατούσε την καρδιά της για τιςκορφές κι αυτές ήταν υποχρεωμένες νατη βοηθούν να δημιουργήσει την κατάλληληδιάθεση. Ωστόσο, εγώ ο ίδιος χαιρόμουνπου θα επέστρεφα.
Και καθώς απομακρυνόμουναπό την καμπίνα μου, αφού προσπέρασα τοόχημά μου ώστε τίποτα φτιαγμένο απ' τονάνθρωπο να μη βρίσκεται ανάμεσα σε μένακαι τον κόσμο, ξαφνικά όλη μου η ύπαρξηανήκε και πάλι απόλυτα στον τόπο όπουβρισκόμουν.
Αυτήη βάση ήταν εγκατεστημένη σ' ένα ορεινόλιβάδι. Το χορτάρι φύτρωνε παχύ κι υγρό,ελαστικό κάτω απ' τα πόδια με μαργαρίτεςεδώ κι εκεί σαν αστέρια σκορπισμένα σ'ένα πράσινο ουρανό. Βράχια σε μέγεθοςσπιτιού υψώνονταν σκόρπια, γκριζάδαπου έσπαγε από ένα παγετώνα σμιλεμένοκάποτε από τη μικρή λίμνη που κελάρυζεκαι λαμπύριζε λίγο πιο πέρα: ένα σημάδισε μένα, ότι κι εγώ συμπεριλαμβανόμουνστην αιωνιότητα. Παντού τριγύρω, ταβουνά Γουίντ Ρίβερ φορούσαν στέμματααπό χιόνι και το πιο σκούρο μπλε τωνΒράχων τους σ' ένα ιλιγγιώδες, ουράνιούψος όπου περιπλανιόταν ένας αετός.Έπιανε στα φτερά του τις ηλιαχτίδες πουξεχύνονταν πλάγια απ' τη δύση. Οι ακτίνεςεκείνες έμοιαζαν να γεμίζουν την παγωνιάκάνοντάς την κατά κάποιο τρόπο να λιώνεικαι τα ύψη ζωντάνευαν με τις σκιές.
Μύριζα γύρω μου το μεγάλωμα, πιοασκητικό απ' όσο στο δάσος αλλά καθόλουμα καθόλου λιγότερο δυνατό. Ένα ψάριπήδηξε, είδα τη σύντομη λάμψη και μιαστιγμή αργότερα, πολύ αμυδρά μέσα στηνησυχία, άκουσα το νερό να κουδουνίζει.Μ' όλο που δε φυσούσε καθόλου, ένιωσαστο πρόσωπό μου το φίλημα της αύρας.
Κούμπωσατο δερμάτινο τζάκετ μου, Βρήκα την πίπακι ατένισα γύρω μου. Αρκούδα είχα ήδηπαρακολουθήσει στο παρελθόν, δυο φορές.Δεν ήμουν τόσο ανόητος ώστε να προσπαθήσωνα επαναλάβω τη σχέση που είχα με τονΤσάρλι μαζί της, οπωσδήποτε όμως θαμπορούσαμε να μοιραζόμαστε την περιοχήφιλικά, κι αν κατάφερνα να μάθω τιςδιαδρομές του ώστε να εγκαταστήσωμηχανήματα που θα μπορούσαν να καταγράψουντη ζωή του-ή της, που σημαίνει ότι θαγεννούσε και-
Όχι.Είσαι υποχρεωμένος στο τέλος αυτής τηςβδομάδας να γυρίσεις στον πολιτισμό.Θυμάσαι;
Α, μα μπορεί να ξαναγυρίσωεδώ.
Σαναπάντηση στη σκέψη μου, άκουσα ψηλά έναβούισμα. Δυνάμωσε μέχρι που μπόρεσα ναδω άλλο ένα αερόχημα σαν το δικό μου νααιωρείται στον αέρα. Η Τζο απαντούσεστην πρόσκλησή μου μια ώρα νωρίτερα απ'ό,τι περίμενα όταν είπα «Έλα για φαγητόγύρω στο ηλιοβασίλεμα». Νωρίτερα απ'ό,τι έλπιζα; Η καρδιά μου χτύπησε. 'Εχωσατον καπνό και την πίπα στις τσέπες μουκαι περπάτησα γρήγορα για να τη χαιρετήσω.
Προσγειώθηκεκαι τινάχτηκε έξω απ' το κουβούκλιο πρινκαν σωπάσουν οι αεροκινητήρες. 'Ητανπάντα γρήγορη στα πόδια κι ευγνώμων γι'αυτό. Κατά τ' άλλα η εμφάνισή της δενάξιζε πολλά: πλακουτσωτή μύτη πυγμάχου,χλωμά στρογγυλά μάτια κατω από κοντοκομμέναμαύρα μαλλιά. Για την περίσταση, είχεπαρατήσει τη στολή του δασοφύλακαπροτιμώντας ένα εφαρμοστό κουστούμιμε πρισματικές αποχρώσεις, αλλά δεν θαμπορούσε να τη βοηθήσει πολύ, ακόμα κιαν ήξερε να το φορέσει σωστά.
«Καλωσόρισες»,είπα, έπιασα και τα δυο της χέρια καιτης έδωσα το πιο πλατύ μου χαμόγελο.
«Γεια». Ακουγόταν λαχανιασμένη. Τοχρώμα πηγαινοερχόταν στα μάγουλά της.«Πώς είσαι;»
«Καλά. Λυπάμαι που θαφύγω, φυσικά». Έκανα το χαμόγελο πικρόχολογια να μη δείχνω μεμψίμοιρος.
Κοίταξεμακριά. «Γυρίζεις στη γυναίκα σου όμως».
Μην το παρατραβάς. «Ήρθες νωρίςΤζο. Ήθελα να 'χω έτοιμα από πριν τα ποτάκαι τα ορεκτικά. Τώρα θα πρέπει να 'ρθειςκαι να με δεις να δουλεύω».
«Θα βοηθήσω».
«Αποκλείεται όσο είσαι καλεσμένημου. Κάθισε, ηρέμησε». Πήρα το χέρι τηςκαι την οδήγησα στην καμπίνα.
Αφησεένα γέλιο αβέβαιο. «Φοβάσαι μην μπλεχτώστα πόδια σου Πητ; Μην ανησυχείς, τιςξέρω αυτές τις λυόμενες μονάδες - πώςαλλιώς, μετά από τρία χρόνια...»
Εγώήμουν εδώ τέσσερα, κι απ' αυτά είχανπροηγηθεί έξι άλλα κατά τα οποίαπεριπλανιόμουν σ' άλλες φυσικές περιοχές,μέχρi ν' αποφασίσω πως αυτή εδώ ήταν πουήθελα να καταγράψω σε βάθος, μιας καιήταν για μένα η πιο όμορφη απ' τις όμορφες.
«...κιέχουν μόνο ένα κατάλληλο μέρος για ν'αποθηκεύσουν τα πάντα», έλεγε. Ύστερασώπασε κι αυτό έκανε κι εμένα να σωπάσω,γύρισε το κεφάλι της απ' άκρη σ' άκρη,ρούφηξε βαθιά αέρα κι ηλιαχτίδες. «Σεπαρακαλώ, μη βιαστείς για χάρη μου. Είναιτόσο όμορφο το βράδυ. Ήσουν έξω για νατο χαρείς».
Δεν ειπώθηκε: Και δε σουμένουν πολλά, Πητ. Το πρόγραμμα συλλογήςστοιχείων τερματίσθηκε επίσημα πέρυσι.Είσαι ο τελευταίος από τους ελάχιστουςανθρώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσηςπου πήραν ειδική άδεια να παραμείνουνκαι να τελειώσουν τη δουλειά τους. Τώρα,τέρμα οι καθυστερήσεις, τέρμα οιπαρατάσεις, μια κουβέντα μόνο, Όλοι Έξω.
Η δικιά μου ανείπωτη απάντηση: Εκτόςαπό σας, τους δασοφύλακες, Εσάς τουςελάχιστους με πτυχία οικολογίας καιβιοχημείας εδάφους, και τα ρέστα μιαχούφτα άνθρωποι που νίκησαν μια ορδή -μήπως αυτό σας δίνει το δικαίωμα πάνωσ' όλα τούτα;
«Ε,λοιπόν, ναι», είπα και συνέχισα: «Θα τ'απολαύσω, κι ιδιαίτερα μάλιστα, με τηντωρινή μου συντροφιά».
«Σας ευχαριστώ,ευγενικέ κύριε». Δεν κατάφερε ν' ακουστείεύθυμη.
Έσφιξα το χέρι της. «ΞέρειςΤζο, θα μου λείψεις. Θα μου λείψειςτρομερά». Τον τελευταίο χρόνο, όσο τοσχέδιό μου φούντωνε μέσα μου, την είχακαλλιεργήσει. Όχι μονάχα παίζονταςχαρτιά μαζί της και συζητώντας για ώρααπ' το αισθησιόφωνο. Όχι. Πάντα μαζί σεπεζοπορίες, περιπλανήσεις, πικνίκ,ψάρεμα, παρακολουθήσεις πουλιών,παρακολουθήσεις ελαφιών κι αστεριών.Ανθρωποι με το δικό μου επάγγελμακαταφέρνουν στην εντέλεια να καλλιεργούναπόψεις στο μυαλό των άλλων, και μολονότιη τελευταία δεκαετία ελάχιστες φορέςμ' ανάγκασε να χρησιμοποιήσω την τέχνηαυτή, δεν είχε πεθάνει. Με την ίδιαευκολία με την οποία ανάσαινα, μπορούσανα δείχνω ενδιαφέρον για τις μάλλονκοινότοπες παρατηρήσεις της, τις μάλλονανόητα συναισθηματικές της απόψεις...«Να 'ρχεσαι να με βλέπεις στις διακοπέςσου».
«Α,θα - θα σου τηλεφωνώ... πότε-πότε... αν δενέχει.. αντίρρηση η Μαρί».
«Εννοώ να'ρχεσαι εσύ η ίδια. Ολογραφικές εικόνες,στερεοφωνικός ήχος, ακόμα κι η μυρωδιά,η θερμοκρασία ή οποιοδήποτε άλλο κύκλωμαπου θα μπαρούσε κανείς να πληρώσει καινα χρησιμοποιήσει -δεν είναι το ίδιο μετο να 'χεις ένα φίλο δίπλα σου».
Μόρφασε.«Θα 'σαι στην πόλη».
«Δέν είναι καιτόσο άσχημα», είπα με το πιο γενναίο μουύφος. «Ωραίο διαμέρισμα με ικανοποιητικόμέγεθος, πολύ μεγαλύτερο απ' αυτό εδώτο πλαστικό κουβούκλιο. Ηχομονωμένο.Φιλτραρισμένος και κλιματισμένος αέρας.Ολόκληρο το συγκρότημα παρακολουθείται,και προστατεύεται. Θωρακισμένα οχήματαγια τις μετακινήσεις σου».
«Και μιαμάσκα για τη μύτη και το στόμα σου!».Σχεδόν αστειευόταν.
«'Οχι, όχι, τιςέχουν καταργήσει από καιρό. Έχουν μειώσειτη σκόνη, το μονοξείδιο και τα καρκινογόνασε χαμηλό επίπεδο, τουλάχιστον στηνπόλη μου που -»
«Οι βρωμιές. Οι γεύσεις.'Οχι, όχι Πητ, συγνώμη. Δεν είμαι κανέναντελικάτο λουλουδάκι αλλά οι επισκέψειςστο Μπόσγουός που είμαι υποχρεωμένη νακάνω για τη δουλειά μου, είναι το όριοτης ανεκτικότητάς μου... από τότε πουγνώρισα αυτό τον τόπο».
«Σκέφτομαικι εγώ να μετακομίσω στην ύπαιθρο»,είπα. «Θα νοικιάσω ένα εξοχικό σπίτι σεαγροτική περιοχή, θα κάνω τις περισσότερεςδουλειές μου μέσω τηλεφώνου, δεν θαχρειάζεται να κατεβαίνω στο κέντρο παράμόνο όταν θα 'χω να κάνω κάποιο ρεπορτάζεκεί».
Έκανε μια γκριμάτσα. «Συχνάσκέφτομαι ότι οι αγροτικές περιοχέςείναι χειρότερες από κάθε μεγαλούπολη».
«Ε;» Μου 'κανε έκπληξη το ότι μπορούσεακόμα να με εκπλήττει.
«Α, καθαρότερες,πιο ήσυχες, λιγότερο επικίνδυνες, οικάτοικοι δεν είναι κολλημένοι ο έναςστον άλλον, πράγματι», παραδέχτηκε.«Αλλά τουλάχιστον, εκείνος ο μανιακόςκάτοικος της πόλης, εκείνος που ουρλιάζεικι αγχώνεται, έχει μια κάποια ελευθερία,μια κάποια... ζωή μέσα σ' αυτήν. Ίσως να'ναι η ζωή ενός μπουλουκιού ποντικιών,είν' όμως αληθινή, έχει κάποια δομή,αυθορμητισμό και - στην ενδοχώρα,ελέγχεται εξονυχιστικά όχι μόνο η φύσηαλλά κι οι άνθρωποι».
Εγώπάντως δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσεςνα οργανώσεις τα πράγματα για να θρέψειςένα πληθυσμό δεκαπέντε δισεκατομμυρίων.
«Εντάξει»,είπα. «Καταλαβαίνω. Αλλ' αυτό το ζήτημαείναι καταθλιπτικό. Ας περπατήσουμελίγο. Βρήκα μερικούς θάμνους γεντιανή».
«Τόσο πρώιμα; Μπορούμε να πάμεπερπατώντας; Θα 'θελα να δω».
«Φοβάμαιπως γι' αυτή την ώρα είναι πολύ μακριά.Τριγύρισα πολύ αυτές τις μέρες. Ωστόσο,μπορώ να σου δείξω εδώ κοντά ένα σύθαμνομε βατομουριές. Θα πρέπει να αξίζει μιαεπίσκεψη, έλα προς το τέλος τουκαλοκαιριού».
Καθώς ξανάπαιρνα τοχέρι της, είπε μ' ένα τρόπο κάπως αδέξιο:«Τελικά έχεις γίνει ειδικός, ε Πητ;»«Πώς να μη γίνω,» γρύλισα. «Δέκα χρόνιατώρα που μαζεύω αισθυλικό για το ΣύστημαΦυσικών Περιοχών».
«Δέκα χρόνια...πήγαινα γυμνάσιο όταν ξεκινούσες. 'Ηξεραμονάχα τα συνηθισμένα πάρκα όπουστεκόμασταν σε γραμμές σε κάποιοασφαλτοστρωμένο μονοπάτι για να δούμεμια σεγκόγια ή μια θερμοπηγή γκάυζερκαι κλείναμε θέσεις στο κολυμβητήριοαπό ένα μήνα πριν. Ενώ εσύ...» Τα δάχτυλάτης έκλεισαν γύρω απ' τα δικά μου, δυνατάκαι ζεστά: «Δε φαίνεται δίκαιο νατερματίσουν την παραμονή σου».
«Η ζωήποτέ δεν ήταν δίκαιη».
Πολλές,πάρα πολλές ανθρώπινες ζωές. Πολύ λίγεςάλλων ειδών. Και πρέπει να 'χουμε μερικέςφυσικές περιοχές, χώρους απαραίτητουςγια να διατηρήσουμε ο,τι απόμεινε απότο οικοσύστημα του πλανήτη, πηγή γνώσηςγια τους ερευνητές που προσπαθούν ναμάθουν αρκετά γι' αυτό το οικοσύστημακαι να το στηρίξουν πριν να καταρρεύσειολοκληρωτικά. Ποτέ δεν έγινε ειδικήμνεία σ' αυτό, όμως κάθε σκεπτόμενο μυαλόέχει υπόψη του το γεγονός ότι αν τελικάαυτή η κατάρρευση πραγματοποιηθεί, οιφυσικές περιοχές Θ' αποτελούν το τελευταίοφυτώριο ελπίδας για τη Γη.
«Θέλω ναπω», είπε με δυσκολία η Τζο, «εντάξει,περιοχές σαν κι αυτήν καταστρέφονταναπό τα πλήθη - τις αγαπούσαν μέχριθανάτου, όπως έγραψε κάποιος - και τομόνο που θα μπορούσε να γίνει ήταν τονα τις κλείσουν για όλους εκτός απόμερικούς παρατηρητές κι επιστήμονες,κι αυτό, πολιτικά, θα ήταν δυνατό μονάχααν το «για όλους» σήμαινε «για όλους».Α, ναι, ξαναγύρισε στα ευκολοφόρετα,αδέξια κλισέ της. «Και στο κάτω κάτω,όλ' αυτά τα αισθησιοντοκυμανταίρ πουέχουν φτιάξει καλλιτέχνες σαν κι εσένα,θα είναι πρόσφορα και -» H αβρότηταεξαφανίστηκε. «Εσύ Πητ δεν μπορείς ναξανάρθεις! Ποτέ!».
Ταδάχτυλά της θυμήθηκαν πού βρίσκοντανκαι μ' άφησαν. Τα δικά μου τ' ακολούθησανκι έσφιξαν με συγκρατημένη ευγένεια.Στο μεταξύ, ο σφυγμός μου φτερούγιζε.Φαίνεται επίσης ότι ούτε λόγια ταίριαζανστη στιγμή, γιατί το στόμα μου ήτανστεγνό.
Έναςάνθρωπος των media θα πρέπει να 'χειπερισσότερη αυτοπεποίθηση. Αλλά γαμώτο, ρισκάριζα τόσα πολλά σ' αυτό τοστοίχημα. Είχα κάνει την Τζο να νοιάζεταιγια μένα, όχι απλά με τη φιλανθρωπία τωνσυναδέλφων της που, απομονωμένοι απ' τ'ανθρώπινο γένος, μπορούσαν να είναιφιλάνθρωποι, αλλά για μένα, για τον Πητπροσωπικά, που ήθελε να περάσει όσεςτρεμάμενες μέρες του έμεναν στα βουνάΓουίντ Ρίβερ. Μόνο, πόσο βαθιά νοιαζόταν;
Περπατήσαμε γύρω απ' τη λίμνη. Ο ήλιοςέσταζε απ' τις κορφές - για δευτερόλεπτα,τα χιόνια στ' ανατολικά φλέγονταν - κιαναδύονταν σκιές. Ακουσα μια κουκουβάγιανα κρώζει στο ταίρι της. Η Αφροδίτηλαμπύριζε μ' ένα βασιλικό γαλάζιο χρώμα.Ο αέρας περόνιαζε κι έκανε το αίμα νακυλάει γρηγορότερα.
«Μπρρρ!».Η Τζο γέλασε. «Τώρα το θέλω εκείνο τοποτό».
Δεν μπορούσα να δω τα χαρακτηριστικάτης στο σούρουπο. Τα πρώτα αστέριαορθώθηκαν μ' άπειρη καθαρότητα. Αλλά ηΤζο ήταν πια κάτι θολό, κάτι συμπαγές,θερμό. Σχεδόν θα μπορούσε να 'ταν η Μαρί.
Αν ήταν! Η Μαρί ήταν όμορφη και σέξυ,έλαμπε και - φυσικά, είχε εραστές ότανέλειπα για μήνες συνέχεια, είχαμεσυμφωνήσει ότι δικές μου ερωμένες ήτανοι φυσικές περιοχές. Δεν τις σκεφτότανκαθόλου όταν γύριζα... Αχ, αν μπορούσαμενα τα μοιραστούμε όλ' αυτά.
Σύντοματ' αστέρια στον ουρανό θα 'ταν περισσότερααπ' το σκοτάδι, ο Γαλαξίας θα γινότανκαταρράχτης, η λίμνη θα παλλόταν κατάφωτηαπ' τη λάμψη τους κι όταν θ' ανάτελλε οΔίας θα 'φτιαχνε ένα τέλειο ξέφωτο στηνεπιφάνεια του νερού. Είχα μείνει έξωμισή νύχτα για να τα παρακολουθήσω.
Ήδητο φως ήταν τόσο που δεν χρειαζόμαστανφακό για να βρούμε την είσοδο της καμπίναςμου. Το μονωτικό τοιχείο υποχώρησε στ'άγγιγμά μου. Μπήκαμε, έκλεισα το φερμουάρτης πόρτας και με ανοιχτό τον κεντρικόδιακόπτη ο φωσφορισμός ξύπνησε τόσοαπαλά όσο κι ο εξαερισμός. Η Τζο είχεδίκιο: αυτές οι λυόμενες κατασκευές δενείχαν κάτι προσωπικό. (Η Τζο είχε μόνιμοκατάλυμα φτιαγμένο από ξύλα και γεμάτομε πράγματα που αγαπούσε). Εκτός απόμερικά βιβλία και τα παρόμοια το μοναδικόμου δωμάτιο ήταν άμεσα λειτουργικό.Πράγματι, το αισθησιόφωνο θα μπορούσενα μου προσφέρει τη φαντασίωση απ'οτιδήποτε ή οποιονδήποτε σχεδόν στονκόσμο θα μπορούσα να ζητήσω. Εμείς οικάτοικοι των πόλεων μαθαίνουμε ναταξιδεύουμε δίχως βάρη. Ο εσωτερικόςχώρος εδώ είχε καλές αναλογίες, ευχάρισταχρωματισμένος, αναπαυτικός. Ένα βήμαέξω βρισκόταν εκείνο το ορεινό λιβάδι.Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;
Τηρώνταςμια συνήθεια που πολύ δύσκολα κατόρθωσαν' αποκτήσω, έκανα έλεγχο στον πυρηνικόμετρητή - υπεραρκετή ενέργεια - προτούβγάλω το δείπνο απ' το ψυγείο και το βάλωνα μαγειρευτεί. Έπειτα πήγα κι έφεραμεζεδάκια, ρούμι και φρουτοχυμό, κιέφτιαξα ποτά όπως άρεσαν στην Τζο. Τελικάδεν προσπάθησε να βοηθήσει αλλά βολεύτηκεσε μια αεροκαρέκλα. Κανείς μας δεν είχεμιλήσει πολύ όσο περπατούσαμε. Περίμεναν' αρχίσει να φλυαρεί - λίγο νευρικά,λίγο πιο γρήγορα απ' ό,τι θα 'πρεπε κιεύθυμα - από τη στιγμή που θα φτάναμε κιύστερα. Αντίθετα, το κοντόχοντρο σώματης καμπούριαζε στο μαργαριταρένιοκουστούμι που δεν ήταν φτιαγμένο γι'αυτήν, και κοίταζε τα χέρια της σταγόνατά της.
Μην κρυώνοντας πια, έβγαλατο τζάκετ μου και της πήγα το ποτό της.«Γιορτάζουμε, δεν ρεμβάζουμε!» διέταξα.Το πήρε. Τσούγκρισα τα ποτήρια μας.Απλωσα το άλλο μου χέρι που είχε μείνειελεύθερο για να τραβήξω με το δείκτηκαι τον αντίχειρα τις άκρες των χειλιώντης.
«Ε,χαμογέλα! Υποτίθεται πως το πάρτυ είναιχαρούμενο!»
«Είναι;» Τα μάτια πουσήκωσε για να με κοιτάξει κολυμπούσανστα δάκρυα.
«Βέβαια, απεχθάνομαι τηνιδέα ότι θα φύγω».
«Πού είναι ηφωτογραφία της Μαρί;»
Αυτό με τίναξεπίσω. Δεν περίμενα μια τόσο απότομηερώτηση. «Μα, εεε». Εντάξει. Τα πράγματαπάνε πιο γρήγορα απ' όσο σχεδίαζες, Πητ.Ακολούθησέ τα. Ήπια μια γουλιά, ίσιωσατους ώμους μου κι είπα αντρίκεια: «Δενήθελα να σε φορτώσω με τους μπελάδεςμου, Τζο. Η ουσία είναι πως η Μαρί κι εγώέχουμε χωρίσει. Πέρ' απ' τις τυπικότητεςδεν υπάρχει τίποτα».
«Τι;» Το στόματης είν' ανοιχτό, η ματιά της χαμένη στηδική μου, χύνει λίγο απ' το ποτό της καιδεν το καταλαβαίνει. Αλήθεια, το κατάφερα;Τόσο γρήγορα;
Ανασήκωσα τους ώμουςμου. «Ναι. Το σημείωμα με την πρόθεσήτης να διαλύσουμε τη σχέση μας, έφτασεχτες. Το 'χα προβλέψει βέβαια. Είχεκουραστεί πολύ να περιμένει».
«Ω,Πητ!». Έγειρε προς το μέρος μου.
Είχαπλήρη επίγνωση -τοίχοι, ράφια γεμάτα, ηνύχτα σ' ένα παράθυρο, ζέστη και μουρμουρητόαπ' τη μονάδα θέρμανσης, η λυχνία τουφούρνου μικροκυμάτων κι η ευωδιά απ' τοκρέας, αυτή η γυναίκα την οποία πρέπεινα μάθω να ποθώ - και σκέφτηκα γρήγοραότι έτσι όπως είχαν τα πράγματα θα 'τανκαλύτερα να προσποιηθώ ότι δεν αντιλήφθηκατην κίνησή της. «Δεν θέλω κάρτες μεσυμπάθεια», είπα με επίπεδο τόνο στηφωνή μου. «Για να 'μαι απόλυτα τίμιος,νιώθω πιο ανακουφισμένος που ήρθαν έτσιτα πράγματα».
«Νόμιζα -» ψιθύρισε.«Νόμιζα ότι ήσασταν ευτυχισμένοι οιδυο σας».
Καιπραγματικά έτσι ήταν, αγαπητή μου: ανκαι κάποιος με τόση επιτηδειότητα σταmedia εύκολα υποπτεύεται ότι σημαντικόμέρος της ευτυχίας μας, σαν αντίθετοστην ευδαιμονία, οφείλεται στιςμακρόχρονες απουσίες μου όλη αυτή τηνπερασμένη δεκαετία. Αυτές είχαν βάλειτη γεύση. Κάτι που πάντα θα σου λείπει,Τζο, ο,τι και να συμβεί. Όμως, δεν είναιδυνατόν να ζει κανείς μόνο με καρυκεύματα.
Δενκράτησε» είπα, όπως είχα σχεδιάσει.«Έχει βρει κάποιον που της ταιριάζειπερισσότερο. Χαίρομαι γι' αυτό».
«Εσύ,Πητ;»
«Θα τα βγάλω πέρα. Έλα, πιες τοποτό σου. Επιμένω ότι πρέπει να 'μαστεχαρούμενοι».
«Θα προσπαθήσω», είπεπνιγμένα.
Μετά από ένα λεπτό: «Δενέχεις καν κάποιον, κάποιο σπίτι να σεπεριμένει;»
«Το σπίτι δε σημαίνειπολλά για έναν άνθρωπο της πόλης, Τζο.Το κάθε διαμέρισμα είν' όμοιο με τ' άλλακι αλλάζουμε πολλά στη διάρκεια τηςζωής μας». Πρέπει να μ' είχε πιάσει λίγοτ' αλκοόλ, γιατί έβαζα συνέχεια καινούργιαζητήματα: «Μεγάλη η διαφορά απ' αυτά ταβουνά, ας πούμε. Κάθε κομμάτι τους είν'απόλυτα μοναδικό. Θα μπορούσε κανείςνα περάσει όλη του τη ζωή προσπαθώνταςνα γνωρίσει ένα μόνο, μεγαλώνοντας σ'αυτό - καλά».
Αγγιξα ένα διακόπτη κιη αεροκαρέκλα προεκτάθηκε και μου 'κανεχώρο να καθίσω δίπλα της. «Θα 'θελες λίγημουσική;» ρώτησα.
«Όχι».Η ματιά της έπεσε - οι βλεφαρίδες τηςήταν κοντές - και κοκκίνισε - κηλίδες -αλλά κατάφερε να πει αυτό που ήθελε μετέτοιο πείσμα που μ' έκανε να τη θαυμάσω.Μια γυναίκα με τέτοια κότσια δεν θα 'τανπολύ κακή συντρόφισσα. «'Η τουλάχιστον,δεν θα την προσέξω. Αυτή είναι η τελευταίαμου ευκαιρία να... να σου μιλήσω... αληθινά,Πητ. Έτσι δεν είναι;»
«Όχι, ελπίζω».Πάθος, Βάλε πάθος στη φωνή σου. «Ματο Θεό, ελπίζω να μην είν' η τελευταία!».«Περάσαμε τρομερά καλές στιγμές μαζί.Οι συνάδελφοί μου είναι μια χαρά, ξέρεις,όμως» - τα μάτια της τρεμόπαιζαν γρήγορα.«Εσύ ήσουν κάτι ξεχωριστό».
«Το ίδιοκι εσύ για μένα».
Έτρεμε λίγο, τώρασυνάντησε τα μάτια μου, τα χείλη σ'ελάχιστα εκατοστά απόσταση. Μιας κιέπινε σπάνια, μάντεψα ότι αυτό που, είτελίγο είτε πολύ, την ανάγκασα να πιει,την είχε επηρεάσει αρκετά κάτω απ' αυτέςτις περιστάσεις.
Θυμήσου,δεν είναι καμιά της πόλης που θα πέσειστο κρεβάτι σου κι ούτε που θα το θυμάταισε δυο μέρες. Από μια μικρή πόλη πήγεκατευθείαν σ' ένα σκληρό πανεπιστήμιοκαι μετά εδώ, μπορεί μάλιστα να 'ναιπαρθένα. Ωστόσο φιλαράκο, προετοίμαζεςαυτή τη στιγμή εδώ και μήνες. Ξεκίναλοιπόν!
Ήταντο πιο ευγενικό φιλί που μου 'δωσαν ποτέ.«Τόσο καιρό, ξέρεις, φοβόμουν να σουμιλήσω», μουρμούρισα μέσα στα μαλλιάτης που έλαμπαν σαν βουνίσιοι τόποι.«Ίσως να φοβάμαι ακόμα. Μόνο, δεν θέλω,δεν θέλω να σε χάσω, Τζο».
Μισοκλαίγοντας,μισογελώντας, ξαναγύρισε στο στόμα μου.Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερε ακριβώςπώς, αλλά στηριζόταν σταθερά πάνω μουκαι σκέφτηκα: Λες να πλαγιάσει μαζί μουαπόψε κιόλας;
Δενέχει σημασία, έτσι κι αλλιώς. Αυτό πουμετράει είναι ότι η διαχείριση ΦυσικώνΠεριοχών επιτρέπει σε αντρόγυνα με τακατάλληλα προσόντα να ζουν μαζί κατάτην άσκηση του επαγγέλματος και η Τζοείναι δασοφύλακας κι εγώ ξέρω ναχειρίζομαι συσκευές παρακολούθησης,Θα είμαι αποδεκτός σαν Βοηθός ερευνητής.
Κιέπειτα:
Δεν κατάλαβα, ούτε έχω καταλάβειακόμα τι πήγε στραβά. Ήπιαμε δυο-τρίαποτά ακόμη παλεύοντας υπέροχα, τα μισάτης ρούχα ήταν βγαλμένα και το φαγητόείχε αρχίσει να καίγεται στο φούρνο,όταν. Βιάστηκα.
Παραήταν δειλή και /ή απρόθυμη, γέμισα ανυπομονησία και τοαισθάνθηκε.
Ανάσανα μια από κείνεςτις ιδιαίτερες λέξεις που οι άνθρωποιτις λένε μόνο μεταξύ τους κι αυτή,τρομοκρατημένη κατα κάποιο τρόπο,αποφάσισε ότι δεν ήταν κατά τύχη αλλάεπειδή υποκρινόμουν στον εαυτό μου ότιήταν η Μαρί, αφού μάλιστα τα μάτια μουήταν κλειστά.
Δεν ήταν τόσο αφελήςόσο εντελώς αθώα, με είχε αφήσει ναπιστέψω και σε μια από κείνες τις στιγμέςπου πάντα (αντίθετα απ' τη φαντασία)επιτίθενται στους εραστές, αναρωτήθηκε«Ε, τι διάολο γίνετ' εδώ πέρα!».
'Η δενξέρω κι εγώ τι. Αδιάφορο. Ξαφνικά θέλησενα τηλεφωνήσει στη Μαρί.
«Αν, αν είν'έτσι όπως τα λες Πητ, θα χαρεί να μάθειότι - »
«Για μια στιγμή! Μια στιγμή,γαμώ το! Δεν μ' εμπιστεύεσαι;»
«Ω, Πηταγάπη μου, και βέβαια, όμως»
«Όμωςτίποτα!» Τραβήχτηκα για να δείξω ότιπροσβλήθηκα.
Αντίνα μ' ακολουθήσει, ρώτησε τόσο ήρεμα όσοη νύχτα έξω: «Εσύ δεν εμπιστεύεσαιεμένα;» Τέλος πάντων. Δεν μπορείς ν'απαντήσεις σε τέτοια ερώτηση. Προσπαθήσαμεκι οι δυο και δεν θα 'πρεπε. Το μόνο πουθυμάμαι αληθινά είναι το ότι την είδαέξω απ' την πόρτα. Μας καταδίωξε μιαμυρωδιά από καρβουνιασμένο κρέας. Πέρ'απ' την καμπίνα, ο αέρας ήταν ψυχρός καιπεντακάθαρος, ο ουρανός ακατάσταταγεμάτος αστέρια, οι κορφές κατάφωτες.Την παρακολουθούσα να πηγαίνεισκουντουφλώντας προς το αερόχημά της.Ο γαλαξίας φώτιζε το δρόμο της. Έκλαιγεσ' ολόκληρη τη διαδρομή. Αλλά πήγε.
Ανκι απογοητευμένος, ένιωσα παράλληλακαι κάποια ανακούφιση. Θα έπρεπε ναπαίξω άσχημο παιχνίδι στη Μαρί που είχεεπενδύσει δυνατή αγάπη πάνω μου. Και τοδιαμέρισμά μας είν' αρκετά ευχάριστοκαθώς είν' ασφαλισμένο απ' τα τριγύρω,ανήκω στην ελάχιστη μειονότητα τωντυχερών. Ήταν όμορφο να ξαναζούμε μαζί.Μιλούσε ακόμα και για αίτηση ν' αποκτήσουμεπαιδί. Ήμουν αρκετά λογικός να κόβωκατευθείαν τη συζήτηση.
Τοεπόμενο βράδυ γινόταν μια δημόσιασυγκέντρωση που ήταν αρκετά δύσκολο ναγλιτώσουμε την παρακολούθησή της. Οιεπίτροποι μπορεί να μην έχουν άδικο,έτσι κι αλλιώς πάνε οι περισσότεροιπολίτες. «Το αισθησιόφωνο, ασχέτως τουαριθμού των συσκευών που επικοινωνούνμεταξύ τους, δεν είναι δυνατόν ναυποκαταστήσει τη φυσική επαφή τωνανθρώπινων όντων που ενώνονται υπό τηναρχηγία των ηγετών τους για την επίτευξητων ένδοξων μαζικών μας σκοπών». Εμείςωστόσο, δεν βγάλαμε τίποτα παραπάνω απόπονοκέφαλους, αυτιά που κουδούνιζαναπ' τις ρυθμικές ζητωκραυγές, πνευμόνιαγεμάτ' αέρα που είχε περάσει ήδη απόχιλιάδες άλλα πνευμόνια, και δέρμαφορτωμένο με την αίσθηση της λίγδας καιτης σκόνης. Γυρίζοντας στο σπίτισυναντήσαμε νέφος τόσο πυκνό που μπέρδεψετο όχημά μας. Έτσι σταματήσαμε κοντά σ'ένα σημείο όπου γίνονταν ταραχές καιπριν η στρατιωτική αστυνομία μαςεπιτρέψει να περάσουμε, είδαμε έναπολυβόλο να κόβει έναν άνθρωπο στα δύο.Ήταν τεράστια ανακούφιση το να περάσουμεέλεγχο ασφάλειας στην είσοδο τουσυγκροτήματός μας και να πάρουμε έναμεταφορέα που δεν έκανε το παραμικρόλάθος στη διαδρομή για το διαμέρισμάμας.
Εκεί,κάναμε ντους μαζί χρησιμοποιώντας έναεξωφρενικό ποσοστό της μηνιάτικηςυδροπαροχής μας και σκουπίσαμε ο έναςτον άλλον. έριξα πάνω μου μια ρόμπα κιη Μαρί κάτι μεμβρανώδες. Μ' ένα ποτό κιένα τσιγαριλίκι ενώ ακουγόταν η εύθυμημουσική του Χάυντν ηρεμήσαμε μέχρι τηστιγμή που η Μαρί τίναξε τα μακριά τηςμαλλιά στους ώμους της και το ψιθύρισμάτης μου χάιδεψε τ' αυτί: «Ω, έλα ήρωά μου,θα πρέπει να τέλειωσαν πια οι κομπιούτερτην επεξεργασία της περσινής σουδουλειάς. Την περιμένω τόσο καιρό».
Πέρασεαπ' το μυαλό μου φευγαλέα η σκέψη τηςΤζο. Τι να κάνεις, δεν θα εμφανιζόταν σεδημόσια προβολή ντοκιμαντέρ άμεσηςεμπειρίας των φυσικών περιοχών. Κι εγώο ίδιος ήμουν περίεργος για το τι είχαδημιουργήσει τελικά κι ούτε που διανοήθηκαότι η επάνοδος σ' ένα ηλεκτρονικό όνειροθα με πλήγωνε, και μάλιστα μετά από τόσολίγο καιρό. Ήταν λάθος μου
Αυτόπου με πλήγωσε περισσότερο ήταν ηπλασματικότητα. Α, ναι, ικανοποιητικήη αναπαραγωγή του ηράνθεμου που έγνεφεστην αύρα, του γερακιού που εφορμά, τηςαφρισμένης λευκότητας και
του σεισμούπου προκαλεί η μακρινή χιονοστιβάδα,των πεσμένων φύλλων που γίνονταν καφέαπ' το ψήσιμο του ήλιου, της μυρωδιάςκαι του τριξίματός τους, το γέλιο απ' τηριπή του ανέμου που τίναξε τα μαλλιάμου, την ευελιξία να παίρνει υπόστασηστο σώμα ενός φιδιού ή κάποιου πούμα, ηφαντασμαγορία της δύσης κι η ντροπαλοσύνητης αυγής - ένα θέαμα γεμάτο ικανότητα.Όμως δεν ήταν αληθινό, δεν ήταν ταπράγματα που είχα αγαπήσει.
'Οπωςκαθόμασταν στο σκοτάδι, η Μαρί είπεαργά: «Ήταν καλύτερα τα προηγούμενάσου. Στο Κρύγκερ, το Μάτο Γκρόσο, τηΒαϊκάλη, οι παλιότερες δουλειές σου σ'αυτή την περιοχή - σχεδόν ένιωθα ναβρίσκομαι στο πλευρό σου. Δεν έκανεςαπλά καταγραφές εκεί, ήσουν καλλιτέχνης,σπουδαίος καλλιτέχνης. Γιατί αυτό είναιδιαφορετικό;»
«Δεν ξέρω», είπα μασημένα.«Η παρουσίασή μου είναι κάπως μηχανική,το παραδέχομαι. Φαίνεται πως ήμουνκουρασμένος».
«Αν ήταν έτσι» τεντώθηκε,μισό μέτρο μακριά μου με τα δάχτυλασφιγμένα, «δεν ήσουν υποχρεωμένος ναμείνεις. Θα μπορούσες να γυρίσεις πίσωπολύ νωρίτερα».
Μαδεν ήμουν κουρασμένος, είπα έντονα μέσαμου. Όχι, τώρα νιώθω εξάντληση, τότε,εκεί, έσφυζα από ζωή.
Η γεντιανήπου ήθελε να δει η Τζο... φυτρώνει εκείπου η γη ξαφνικά βουλιάζει. Ακριβώς εκείστην άκρη του λόφου φυτρώνουν τα λουλούδιαεκείνα, ω, γαλάζιο, γαλάζιο πάνω σεχορτάρι πράσινο κι άσπρες μαργαρίτεςκαι στο δυνατό γκρίζο της πέτρας, έναμικρό ρυάκι περνάει από δίπλα, βουτάειπρος τα κάτω κουδουνιστό, δροσερό, ηγεύση του πάγος, βράχια, χώμα κι αέρας,αυτός που φυσάει κι ολόγυρα μου, γύρωαπ' τις ψηλές και ιερές κορφές πέρα...
«Κόφ'το!» ούρλιαξα. Η γροθιά μου χτύπησε τομπράτσο της καρέκλας. Το ύφασμα ήταντσιτωμένο, παραγεμισμένο. Μια ιδέα πιοήρεμος είπα: «Εντάξει, ίσως να παραμπήκαστην πραγματικότητα και να έχασα τηναπαραίτητη απόσταση». Λεω ψέματα Μαρί,λέω ψέματα σαν τον Ιούδα. Το μυαλό μουποτέ δεν δούλεψε περισσότερο απ' τηνεποχή που σχεδίαζα να χρησιμοποιήσωτην Τζο και να σ' εγκαταλείψω. «Αγάπημου, τα αισθησιοντοκυμανταίρ, μόνο αυτάθα 'χω και τίποτ' άλλο». Ούτε μια γεντιανή.Παραήμουν δοσμένος στη δολοπλοκία μουγια να ασχοληθώ με κάτι μικρό, λεπτεπίλεπτοκαι γαλάζιο. «Δεν αρκεί αυτή η ποινή;»
«Όχι.Την είχες την πραγματικότητα. Και δεντην έφερες μαζί σου».
Ηφωνή της ήταν σαν άνεμος που περιδιάβαινετα χιόνια κάποιου χειμώνα στα ψηλά

Δεν υπάρχουν σχόλια: