4.9.13

Brian Aldiss All the World's Tears (1957)

Brian Aldiss
All the World's Tears (1957)

Αν μπορούσες να μαζέψεις όλα τα δάκρυα που έχουν χυθεί στην ιστορία του κόσμου, δε θα είχες μόνο ένα τεράστιο υδάτινο στρώμα' θα είχες μπροστά σου ολόκληρη την ιστορία του κόσμου.
Κάποια παρόμοια σκέψη πέρασε από το νου του Τζ. Σμιθλάο, του δυναμικοψυχολόγου, καθώς στεκόταν στον 139 ο τομέα της Ίνγκ Λαντ, παρατηρώντας τη σύντομη και τραγική αγάπη του άγριου και της κόρης του Τσαρλς Γκάνπατ. Κρυμμένος πίσω από μια οξυά, ο Σμιθλάο είδε τον άγριο να διασχίζει με προσοχή την υπερυψωμένη μέσα στον κήπο βεράντα' η κόρη του Γκάνπατ, η Πλόυπλόυ , στεκόταν στην άλλη άκρη, και τον περίμενε.
Ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου του τεσσαρακοστού τέταρτου αιώνα. Ο άνεμος που σάλευε το φόρεμά της Πλόυπλόυ, έγερνε διάφορα φύλλα προς το μέρος της' αναστέναζε μέσα στο φανταστικό και έρημο κήπο, σαν τη μοίρα σε βαφτίσια, καταστρέφοντας τα τελευταία τριαντάφυλλα. Αργότερα τα πεσμένα φύλλα θα τα ρουφούσε από τα μονοπάτια, την πελούζα και την αυλή ο ατσάλινος κηπουρός. Τώρα, ο αέρας έκανε ένα μικρό ρεύμα γύρω από τα πόδια του άγριου, καθώς άπλωνε το χέρι του, για να αγγίξει την Πλόυπλόυ. Τότε ήταν που το δάκρυ έλαμψε στα μάτια της.
Κρυμμένος, γοητευμένος, ο δυναμικοψυχολόγος Σμιθλάο είδε αυτό το δάκρυ. Εκτός ίσως από ένα βλακώδες ρομπότ, ήταν ο μόνος που είδε ολόκληρο το επεισόδιο. Και παρόλο που ήταν αδιάφορος και σκληρός, σε σχέση με τα πρότυπα άλλων εποχών, ήταν αρκετά ανθρώπινος για να διαισθανθεί πως, εδώ, στην γκρίζα ταράτσα, βρισκόταν ένας μικρός συλλαβόγριφος, που σημείωνε το τέλος όλων όσων είχε υπάρξει ο Ανθρωπος.
Μετά από το δάκρυ, φυσικά, ήρθε η έκρηξη. Μόνο για μια στιγμή, ένας καινούριος άνεμος έζησε ανάμεσα στους ανέμους της γης.
Τελείως τυχαία περπατούσε ο Σμιθλάο στο κτήμα του Τσαρλς Γκάνπατ. Είχε έρθει όπως πάντα, σα δυναμικοψυχολόγος του Γκάνπατ, για να χορηγήσει μια δόση μίσους στο γέρο. Εντελώς περίεργα, καθώς πλησίαζε να προσγειωθεί, ανοίγοντας τα πτερύγια του σκάφους του για να βγει από τη στρατόσφαιρα, ο Σμιθλάο είχε διακρίνει τον άγριο να πλησιάζει το κτήμα του Γκάνπατ. Κάτω από τα περιστρεφόμενα πτερύγια το τοπίο φαινόταν τόσο περιποιημένο, όσο μια ζωγραφιά. Τα απογυμνωμένα χωράφια σχημάτιζαν τέλεια παραλληλόγραμμα. Εδώ και εκεί, ένα ρομπότ ή κάποιος άλλος αυτόματος μηχανισμός διατηρούσε τη φύση σύμφωνα με τη δικιά του λειτουργική εικόνα' ούτε ένα μπιζέλι Δε μεγάλωνε χωρίς κυβερνητική επίβλεψη' ούτε μια μέλισσα δεν βούιζε ανάμεσα στους στήμονες δίχως να ελέγχει την πορεία της κάποιο ραντάρ.
Κάθε πουλί είχε έναν αριθμό και έναν ήχο που το καλούσε, ενώ ανάμεσα σε κάθε φυλή μυρμηγκιών περιδιάβαιναν τα μεταλλικά μυρμήγκια - αφηγητές, που μετάφεραν τα μυστικά της φωλιάς πίσω στη βάση. Ο παλιός, βολικός κόσμος με τους τυχαίους παράγοντες είχε εξαφανιστεί κάτω από την πίεση της πείνας.
Τίποτα το ζωντανό δε ζούσε χωρίς έλεγχο. Οι αμέτρητοι πληθυσμοί των προηγούμενων αιώνων είχαν εξαντλήσει το έδαφος. Μόνο η αυστηρότερη τσιγγουνιά, σε συνδυασμό με την αυστηρή πειθαρχία, παρήγαγε αρκετή τροφή για τον τωρινό αραιό πληθυσμό. Τα δισεκατομμύρια είχαν πεθάνει από την πείνα' οι εκατοντάδες που εξακολουθούσαν να ζουν, βρίσκονταν στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Στο άγονο τακτοποιημένο τοπίο, το κτήμα του Γκανπατ έμοιαζε με προσβολή. Καλύπτοντας πέντε στρέμματα, ήταν μια μικρή νησίδα άγριας βλάστησης. Ψηλές και αφρόντιστες φτελιές σχημάτιζαν ένα φράκτη στην περίμετρο, γέρνοντας πάνω από τις πελούζες και το σπίτι. Το ίδιο το σπίτι, το βασικό στον τομέα 139, ήταν κτισμένο με τεράστιους πέτρινους βράχους. Έπρεπε να είναι δυνατό, για να αντέχει το βάρος των υπηρετικών μηχανών που εκτός από τον Γκάνπατ και την κόρη του, Πλόυπλόυ, ήταν οι μόνοι του ένοικοι.
Ακριβώς την ώρα που έπεφτε κάτω από το επίπεδο των δέντρων, ο Σμιθλάο νόμισε πως είχε δει μια ανθρώπινη φιγούρα να προχωράει αργά προς το κτήμα. Για χιλιάδες λόγους, αυτό φαινόταν κάπως αδύνατο. Ο μεγάλος υλικός πλούτος του κόσμου είχε μοιραστεί ανάμεσα σε σχετικά λίγους ανθρώπους, και κανένας δεν ήταν αρκετά φτωχός για να χρειάζεται να πηγαίνει κάπου με τα πόδια. Το αυξανόμενο μίσος του ανθρώπου για τη Φύση, υποκινούμενο από την εντύπωση πως τον είχε προδώσει, θα έκανε έναν τέτοιο περίπατο μαρτύριο - εκτός κι αν αυτός ο άνθρωπος ήταν τρελός, σαν την Πλόυπλόυ.
Βγάζοντας τη φιγούρα από τη σκέψη του, ο Σμιθλάο έριξε το σκάφος προς το ίσιωμα ενός βράχου. Χάρηκε που κατέβηκε: ήταν μια απαίσια μέρα, και τα στρώματα από τα σύννεφα του σωρείτη από όπου είχε περάσει κατεβαίνοντας, ήταν γεμάτα από κενά αέρος. Το σπίτι του Γκάνπατ, με τα καλυμμένα παράθυρά του, τους πύργους του, τις ατελείωτες ταράτσες του, και τα άχρηστα στολίδια του, την τεράστια είσοδό του τον κοίταζε βλοσυρά σα μια εγκαταλειμμένη γαμήλια τούρτα.
Αμέσως κάτι φάνηκε να κινείται. Τρία ρομπότ με ρόδες φάνηκαν να έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις, στρέφοντας ελαφρά ατομικά όπλα προς το μέρος του καθώς πλησίαζαν. Κανένας, σκέφτηκε ο Σμιθλάο, δε μπορεί να μπει εδώ απρόσκλητος. Ο Γκάνπατ δεν ήταν φιλικός, ακόμα και σε σχέση με τα μη-φιλικά πρότυπα του καιρού του.
«Πες ποιος είσαι», διέταξε η πρώτη μηχανή. Ήταν άσχημη κι επίπεδη, και θύμιζε αόριστα ένα φρύνο.
«Είμαι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ», αποκρίθηκε ο Σμιθλάο' σε κάθε του επίσκεψη, έπρεπε να περάσει από αυτή τη διαδικασία. Καθώς μιλούσε, αποκάλυψε το πρόσωπό του στη μηχανή. Αυτή έβγαλε ένα μουγκρητό, ελέγχοντας την εικόνα και τις πληροφορίες με τη μνήμη της. Τελικά είπε: «Είσαι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ. Τι θέλεις;»
Βρίζοντας τη φοβερή βραδύτητα του ρομπότ, ο Σμιθλάο του είπε: «Έχω ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», και περίμενε την απάντηση.
«Έχεις ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», επιβεβαίωσε το ρομπότ. «Έλα από εδώ».
Κύλησε με καταπληκτική χάρη, μιλώντας στα άλλα δυο ρομπότ, καθησυχάζοντας τα, επαναλαμβάνοντάς τους μηχανικά, «Αυτός είναι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ. Έχει ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», για την περίπτωση που δεν το είχαν καταλάβει. Στο μεταξύ, ο Σμιθλάο μιλούσε στο σκάφος του. Ένα μέρος της καμπίνας με τον ίδιο μέσα, αποκόπηκε από την υπόλοιπη και κατέβασε ρόδες στο έδαφος, μετατρεπόμενο έτσι σε ένα κινούμενο φορείο. Μεταφέροντας το Σμιθλάο, ακολούθησε το άλλο ρομπότ.
Αυτόματες οθόνες ανέβηκαν και σκέπασαν τα παράθυρα, καθώς ο Σμιθλάο βρέθηκε στην παρουσία άλλων ανθρώπων. Μπορούσε μόνο να δει και να τον δουν μέσα από τηλε-οθόνες. Τέτοιο ήταν το μίσος (διάβαζε: φόβος) που ένιωθε ο άνθρωπος για το συνάνθρωπό του, που δεν μπορούσε να υποφέρει το άμεσο αντίκρισμά του.
Ακολουθώντας η μια την άλλη, οι μηχανές σκαρφάλωσαν στις κλιμακωτές ταράτσες από τη μπροστινή βεράντα, όπου σκεπάστηκαν με μια ομίχλη απολυμαντικού, μετά μπήκαν σε ένα λαβύρινθο διαδρόμων, και τέλος βρέθηκαν μπρος στον Τσαρλς Γκάνπατ. Στο σκούρο πρόσωπο του Γκάνπατ, στην οθόνη του οχήματος, φαινόταν μόνο μια ελαφριά αντιπάθεια για το δυναμικοψυχολόγο. Συνήθως κατάφερνε να ελέγχει τον εαυτό του όπως τώρα, πράγμα που στρεφόταν εναντίον του στις εμπορικές συνεδριάσεις, όπου ο καθένας έπρεπε να κατατροπώνει τον αντίπαλό του με μεγαλοπρεπείς εκρήξεις οργής. Γι' αυτό το λόγο καλούσε πάντα τον Σμιθλάο για να του χορηγήσει μια δόση μίσους όποτε χρειαζόταν κάτι το σημαντικό στην ημερήσια διάταξη.
Το μηχάνημα του Σμιθλάο τον έφερε σε απόσταση μισού μέτρου από την εικόνα του ασθενή του, πιο κοντά από ότι επέτρεπαν οι κανόνες ευγένειας.
«Άργησα», άρχισε με ένα φυσικό τόνο ο Σμιθλάο, «επειδή δεν άντεχα να σύρω τον εαυτό μου μπρος στην ενοχλητική παρουσία σου ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είχα την ελπίδα πως αν αργούσα λίγο, κάποιο ευτυχές δυστύχημα θα μπορούσε να εξαφανίσει αυτή τη βλακώδη μύτη σου από το -πώς να το πω τώρα; - πρόσωπό σου. Αλίμονο, είναι ακόμα εδώ, με τα δυο της ρουθούνια να απλώνονται σαν ποντικότρυπες στο κρανίο σου. Αναρωτιέμαι συχνά Γκάνπατ, δεν σκοντάφτουν ποτέ οι ποδάρες σου σε αυτές τις τρύπες;»
Παρατηρώντας το πρόσωπο του ασθενή του προσεχτικά, ο Σμιθλάο είδε μόνο ένα ανεπαίσθητο σημάδι ενόχλησης. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν δύσκολο να ερεθιστεί ο Γκάνπατ. Ευτυχώς, ο Σμιθλάο ήταν έξοχος στο επάγγελμά του' συνέχισε προσπαθώντας να τον προσβάλλει.
«Μα φυσικά δεν θα σκόνταφτες ποτέ, επειδή είσαι τόσο εκπληκτικά ανίδεος, ώστε δεν ξέρεις τη διαφορά του πάνω από το κάτω. Δεν ξέρεις καν πόσα ρομπότ μας κάνουν πέντε. Ακόμα κι όταν ήταν η σειρά σου να πας στο Κέντρο Αναπαραγωγής της πρωτεύουσας δε συνειδητοποίησες πως αυτή ήταν μια από τις λίγες φορές που πρέπει να εγκαταλείπει κανένας την οθόνη του. Νόμιζες πως μπορούσες να κάνεις έρωτα μέσα από την οθόνη! Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Μια χαζή κόρη... μια χαζή κόρη Γκάνπατ! Σκέψου πως πρέπει να κρυφογελούν γι' αυτό οι αντίπαλοί σου στον Αυτοματισμό.
«Ο ανισόρροπος Γκάνπατ κι η χαζή κόρη του», θα λένε. «Δε μπορείς να ελέγξεις τα γονίδιά σου», θα λένε».
Οι χλευασμοί είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η εικόνα του προσώπου του Γκάνπατ κοκκίνισε.
«Δεν υπάρχει τίποτα στραβό με την Πλόυπλόυ, εκτός από το ότι είναι «οπισθοδρομική» - αυτό το είπες μόνος σου!» του πέταξε.
Άρχιζε να αντιδρά' αυτό ήταν καλό σημάδι. Η κόρη του ήταν πάντα το αδύνατο σημείο της πανοπλίας του.
«Οπισθοδρομική!» γρύλισε ο Σμιθλάο. «Πόσο πίσω μπορεί να οπισθοδρομήσει κανείς; είναι ήρεμη , με ακούς, εσύ με τις τρίχες στα αυτιά σου; Θέλει να αγαπήσει !» μούγκρισε με ένα ειρωνικό γέλιο. «Ω, είναι ανήθικο, Γκάνυμπόυ! Δε θα μπορούσε να μισήσει ούτε καν για να σώσει τη ζωή της. Δεν είναι καλύτερη από έναν άγριο. Είναι χειρότερη από έναν άγριο, είναι τρελή!»
«Δεν είναι τρελή», είπε ο Γκάνπατ, αρπάζοντας και τις δυο πλευρές της οθόνης του. Με αυτό το ρυθμό, θα ήταν έτοιμος για τη διάσκεψη σε άλλα δέκα λεπτά.
«Δεν είναι τρελή;» ρώτησε ο δυναμικοψυχολόγος, δίνοντας έναν κοροϊδευτικό τόνο στη φωνή του. «Όχι, η Πλόυπλόυ δεν είναι τρελή: μόνο που το Κέντρο Αναπαραγωγής της αρνήθηκε ακόμα και το δικαίωμα της γονιμότητας, αυτό είναι όλο. Μόνο που η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση της αρνήθηκε το δικαίωμα της τηλε-ψήφου, αυτό είναι όλο. Μόνο που το Ενωμένο Εμπόριο της αρνήθηκε την Καταναλωτική Κάρτα, αυτό είναι όλο. Μόνο που το Ινστιτούτο Παιδείας την περιόρισε στην κατηγορία βήτα, αυτό είναι όλο. Μήπως είναι φυλακισμένη εδώ επειδή είναι ιδιοφυία; Είσαι τρελός Γκάνπατ, αν δεν πιστεύεις πως αυτό το κορίτσι είναι θεοπάλαβο. Εσύ, μπορείς να πεις με αυτό το βρομόστομα, πως δεν έχει και λευκό πρόσωπο».
Ο Γκάνπατ έβγαλε διάφορους ήχους. «Τολμάς να το αναφέρεις αυτό!» Φώναξε. «Και τι τρέχει αν το πρόσωπό της έχει αυτό το χρώμα;»
«Κάνεις τόσο ηλίθιες ερωτήσεις, που δεν αξίζει να ασχολούμαι μαζί σου», είπε μαλακά ο Σμιθλάο. «Το πρόβλημα σου, Γκάνπατ, είναι πως το τεράστιο κεφάλι σου δεν μπορεί να απορροφήσει ένα απλό ιστορικό γεγονός. Η Πλόυπλόυ είναι λευκή, επειδή παρουσιάζει αταβιστικά χαρακτηριστικά. Οι αρχαίοι εχθροί μας ήταν λευκοί. Κατείχαν αυτό το μέρος της υδρογείου, το Ίνγκ-Λαντ και το Γιου-Ροπ, μέχρι τον εικοστό τέταρτο αιώνα, όταν οι πρόγονοί μας παρουσιάστηκαν από την Ανατολή και πήραν πίσω τα αρχαία προνόμια που απολάμβαναν μέχρι τότε σε βάρος μας. Οι πρόγονοί μας, παντρεύτηκαν όσους από τους νικημένους επέζησαν».
«Σε λίγες γενιές το λευκό είδος εξασθένησε, αναμίχθηκε, χάθηκε. Δεν παρουσιάστηκε λευκό πρόσωπο στη γη από την τρομερή Εποχή του Υπερ-Πληθυσμού: πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια περίπου. Και τώρα - τώρα ο μικρός «οπισθοδρομικός» Γκάνπατ μας παρουσιάζει ένα. Τι σου έδωσαν στο Κέντρο Αναπαραγωγής αγόρι μου, καμιά γυναίκα των σπηλαίων;»
Ο Γκάνπατ ξέσπασε εξαγριωμένος, κουνώντας τη γροθιά του στην οθόνη.
«Απολύεσαι, Σμιθλάο», γρύλισε. «Αυτή τη φορά το παρατράβηξες, ακόμα και για ένα βρωμο-ψυχολόγο! Βγες έξω! Εμπρός, βγες και μην ξαναγυρίσεις ποτέ».
Απότομα φώναξε στον αυτόματο χειριστή του να τον συνδέσει με τη διάσκεψη. Είχε ωριμάσει πια μέσα του η διάθεση να αντιμετωπίσει τον Αυτοματισμό και τους αγύρτες συναδέλφους του.
Καθώς η θυμωμένη εικόνα του Γκάνπατ εξαφανίστηκε από την οθόνη, ο Σμιθλάο αναστέναξε και χαλάρωσε. Η δόση του μίσους είχε ολοκληρωθεί.
Αποτελούσε υπέρτατη φιλοφρόνηση για το επάγγελμά του να τον διώχνει ο ασθενής του στο τέλος της θεραπείας' ο Γκάνπατ θα ανυπομονούσε να τον φωνάξει την άλλη φορά. Πάντως, ο Σμιθλάο δεν αισθάνθηκε κανένα θρίαμβο. Στο επάγγελμά του ήταν απαραίτητη μια ολοκληρωτική εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας' έπρεπε να γνωρίζει ακριβώς τα πιο αδύνατα σημεία της δομής του ανθρώπου. Παίζοντας αρκετά έντεχνα με αυτά τα σημεία, μπορούσε να διεγείρει τον άνθρωπο και να τον κάνει να δράσει. Χωρίς διέγερση, ο άνθρωπος, ήταν μια αδύναμη λεία στην απάθεια, ένας σωρός κουρέλια που τον μετέφεραν τα μηχανήματα. Οι αρχαίες παρορμήσεις είχαν πεθάνει και τον είχαν εγκαταλείψει.
Ο Σμιθλάο κάθισε εκεί που βρισκόταν, κοιτάζοντας το παρελθόν και το μέλλον.
Εξαντλώντας το έδαφος, ο άνθρωπος είχε εξαντλήσει τον εαυτό του. Η ψυχή και το φθαρμένο έδαφος δεν μπορούνε να συνυπάρχουν - ήταν τόσο απλό και λογικό.
Μόνο τα τελευταία κύματα μίσους και θυμού έδιναν στον άνθρωπο κάποια ώθηση για να συνεχίζει. Διαφορετικά, ήταν μόνο ένα νεκρό χέρι στο μηχανοποιημένο κόσμο του.
Λοιπόν, έτσι εξαφανίζεται ένα είδος! Σκέφτηκε ο Σμιθλάο, κι αναρωτήθηκε αν και κάποιος άλλος το είχε σκεφτεί. Ίσως να το γνώριζε η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση, αλλά να μη μπορούσε να κάνει τίποτα' στο κάτω - κάτω, τι θα μπορούσες να κάνεις περισσότερο από ότι είχε ήδη γίνει;
Ο Σμιθλάο ήταν ένας αδιάφορος άνθρωπος, πράγμα αναπόφευκτο για μια ξεπερασμένη κοινωνία τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Έχοντας ανακαλύψει το τρομερό πρόβλημα, προσπάθησε να το ξεχάσει, να αποφύγει τις συνέπειές του, να ξεφύγει από οτιδήποτε προσωπικές συνεπαγωγές θα μπορούσε να έχει. Με ένα γρύλισμα στο όχημά του, γύρισε προς τα πίσω και το διέταξε να επιστρέψει σπίτι.
Μια και το ρομπότ του Γκάνπατ είχε ήδη φύγει, ο Σμιθλάο επέστρεψε από το δρόμο που είχε έρθει, μόνος του. Μεταφέρθηκε έξω, και μετά στο σκάφος του, που στεκόταν σιωπηλό κάτω από τις φτελιές.
Προτού συνδέσει το όχημα με το σκάφος, μια κίνηση τράβηξε την προσοχή του Σμιθλάο. Μισοκρυμμένη δίπλα στη βεράντα η Πλόυπλόυ, στεκόταν ακουμπισμένη σε μια γωνιά του σπιτιού. Μια ξαφνική παρόρμηση περιέργειας, έκανε τον Σμιθλάο να βγει από το όχημα. Ο ανοιχτός αέρας, εκτός από ότι βρισκόταν σε κίνηση, βρωμούσε από τα τριαντάφυλλα, τα σύννεφα και τα πράσινα πράγματα που σκούραιναν στη σκέψη του ανθρώπου. Ο Σμιθλάο φοβόταν, αλλά το ερέθισμα της περιπέτειας τον έκανε να συνεχίσει. Το κορίτσι δεν έβλεπε προς το μέρος του' προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από το τείχος των δέντρων που τη χώριζαν από τον κόσμο. Καθώς πλησίασε ο Σμιθλάο, εκείνη προχώρησε στο πίσω μέρος του σπιτιού με την ίδια ένταση στο βλέμμα της. Την παρακολούθησε προσεχτικά, επωφελούμενος από την κάλυψη που του έδινε η βλάστηση. Ένας μεταλλικός κηπουρός εκεί κοντά συνέχισε να ψαλιδίζει ένα παρτέρι, χωρίς να τον προσέχει.
Η Πλόυπλόυ στεκόταν τώρα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί η εκπληκτική είσοδος και η σκεπή ήταν ένας συνδυασμός αρχαίου ιταλικού ροκοκό και κινέζικης ιδιοφυίας. Κιγκλιδώματα υψώνονταν κι έπεφταν, σκάλες ξεπρόβαλλαν μέσα από κυκλικές αψίδες, γκρίζες και γαλάζιες μαρκίζες έφταναν σχεδόν μέχρι το έδαφος. Αλλά όλα αυτά είχαν παραμεληθεί' ένας πεντάφυλλος κισσός, που υπονοούσε ήδη την επερχόμενη δόξα του, προσπαθούσε να ρίξει κάτω τα μαρμάρινα αγαλματάκια, γούρνες με ροδοπέταλα έφραζαν τις περιστρεφόμενες σκάλες. Κι όλα αυτά σχημάτιζαν το ιδανικό φόντο για την εγκαταλελειμμένη φιγούρα της Πλόυπλόυ.
Με εξαίρεση τα λεπτά ροζ χείλη της, το πρόσωπό της ήταν τελείως χλωμό. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα' έπεφταν ίσια, πιασμένα μόνο σε ένα σημείο, στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, κι έφταναν σε μια αλογοουρά στη μέση της. Έμοιαζε πραγματικά τρελή, τα μελαγχολικά της μάτια κοιτούσαν προς το μέρος των μεγάλων φτελιών σα να μπορούσαν να κλείσουν τα πάντα στη γραμμή του βλέμματός της. Ο Σμιθλάο γύρισε για να δει τι κοιτούσε με τέτοια επιμονή.
Ο άγριος περνούσε εκείνη τη στιγμή μέσα από τους πυκνούς θάμνους που τυλίγονταν γύρω από τους κορμούς των δέντρων.
Μια ξαφνική βροχή άρχισε, πέφτοντας πάνω στα ξερά φύλλα του κήπου.
Όπως όλες οι ανοιξιάτικες μπόρες, τελείωσε σε μια στιγμή' στη διάρκεια της η Πλόυπλόυ δεν άλλαξε θέση και ο άγριος δεν ύψωσε το κεφάλι του. Μετά ο ήλιος ξεπρόβαλλε, ρίχνοντας τη σκιά, και κάθε λουλούδι φόρεσε ένα κόσμημα από βροχή.
Ο Σμιθλάο σκέφτηκε αυτό που είχε σκεφτεί στο δωμάτιο του Γκάνπατ. Τώρα πρόσθεσε και αυτό στη γραμμή: Θα ήταν τόσο εύκολο για τη Φύση, μόλις εξαφανιζόταν ο παρασιτικός άνθρωπος, να αρχίσει ξανά.
Περίμενε με ένταση, γνωρίζοντας πως ένα δράμα θα εξελισσόταν μπρος τα μάτια του. Πέρα από την πελούζα που γυάλιζε, ένα μικρό κινούμενο πράγμα πλησίασε, ανέβηκε πηδηχτά τα σκαλιά και χάθηκε πίσω από μια αψίδα. Ήταν ένα από τους φρουρούς της περιμέτρου που πήγαινε να δώσει σήμα κινδύνου.
Σε ένα λεπτό επέστρεψε. Τέσσερα μεγάλα ρομπότ το συνόδευαν' ο Σμιθλάο αναγνώρισε το ένα από αυτά' ήταν το μηχάνημα που τον είχε ανακρίνει μόλις έφτασε. Προχώρησαν αποφασιστικά ανάμεσα από τους θάμνους με τα τριαντάφυλλα, πέντε απειλητικές φιγούρες με διαφορετικό σχήμα. Ο μεταλλικός κηπουρός κάτι μουρμούρισε, σταμάτησε τη δουλειά του, και προχώρησε μαζί με τα άλλα ρομπότ προς το μέρος του αγρίου.
«Δεν έχει ούτε την ελπίδα ενός σκύλου», μονολόγησε ο Σμιθλάο. Η φράση αυτή είχε κάποιο νόημα: όλα τα σκυλιά είχαν κηρυχτεί περιττά, και είχαν εξοντωθεί από καιρό.
Τώρα ο άγριος είχε περάσει το φράγμα των θάμνων κι είχε φτάσει στην άκρη της πελούζας. Έσπασε ένα κλωνάρι με φύλλα και το στερέωσε στο πουκάμισό του, για να κρύβει κάπως το πρόσωπό του' στερέωσε ένα άλλο κλαδί στο παντελόνι του. Καθώς τα ρομπότ πλησίαζαν, ύψωσε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι, κρατώντας ένα τρίτο κλαδί.
Οι έξη μηχανές τον κύκλωσαν. Το πλατύ ρομπότ έκανε ένα θόρυβο, Σα να αποφάσιζε τι να κάνει.
«Πες ποιος είσαι», πρόσταξε.
«Μια τριανταφυλλιά», αποκρίθηκε ο άγριος.
«Οι τριανταφυλλιές έχουν τριαντάφυλλα. Εσύ δεν έχεις. Δεν είσαι τριανταφυλλιά», είπε το ρομπότ.
Το μεγαλύτερο και ψηλότερο όπλο του σηκώθηκε στο επίπεδο του στήθους του αγρίου.
«Τα τραντάφυλλά μου έχουν ξεραθεί», είπε ο άγριος, «αλλά έχω ακόμα φύλλα. Ρώτησε τον κηπουρό σου αν δεν ξέρεις τι είναι τα φύλλα».
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», είπε αμέσως ο κηπουρός με μια βαθιά φωνή.
«Ξέρω τι είναι τα φύλλα. Δε χρειάζεται να ρωτήσω τον κηπουρό. Τα φύλλα είναι το φύλλωμα των δέντρων και των φυτών, που τους δίνει την πράσινη εμφάνισή τους», είπε το ρομπότ.
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», επανέλαβε ο κηπουρός και πρόσθεσε για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, «τα φύλλα του δίνουν μια πρασινωπή εμφάνιση».
«Ξέρω τι είναι τα πράγματα με φύλλα», είπε το ρομπότ. «Δε χρειάζεται να σε ρωτήσω, κηπουρέ».
Φαινόταν πως μια ενδιαφέρουσα, αλλά περιορισμένη διαφωνία θα ξεσπούσε ανάμεσα στα δύο ρομπότ, αλλά εκείνη τη στιγμή μια από τις άλλες μηχανές μίλησε.
«Αυτή η τριανταφυλλιά μπορεί να μιλά», είπε.
«Οι τριανταφυλλιές δεν μπορούν να μιλούν», είπε αμέσως το επίπεδο ρομπότ. Έχοντας εκφράσει αυτό το πολύτιμο συμπέρασμα, έμεινε σιωπηλό, σκεφτόμενο ίσως τι περίεργη που είναι η ζωή. Μετά είπε, αργά - αργά. «Επομένως, αυτή η τριανταφυλλιά δεν είναι τριανταφυλλιά, ή αυτή η τριανταφυλλιά δεν μίλησε».
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», άρχισε πάλι ο κηπουρός. «Αλλά δεν είναι τριανταφυλλιά. Ο τριανταφυλλιές έχουν μπουμπούκια. Είναι μια λευκαγκαθιά. Οι λευκαγκαθιές είναι επίσης γνωστές και σα σκλήθρα με καρπούς».
Αυτή η ειδικευμένη γνώση ξεπερνούσε τις δυνατότητες του επίπεδου ρομπότ.
Ακολούθησε μια τεταμένη σιωπή.
«Είμαι μια λευκαγκαθιά», είπε ο άγριος, διατηρώντας ακόμα την πόζα του. «Δεν μπορώ να μιλήσω».
Σε αυτό το σημείο όλες οι μηχανές άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα, στριφογυρίζοντας γύρω του για να το δουν καλύτερα, και πέφτοντας η μια πάνω στην άλλη. Τέλος, η φωνή του επίπεδου ρομπότ ξεχώρισε από τη μεταλλική φασαρία.
«Ότι και να είναι αυτό το πράγμα με τα φύλλα, πρέπει να το ξεριζώσουμε. Πρέπει να το σκοτώσουμε», είπε.
«Δε μπορείς να το ξεριζώσεις. Αυτό είναι δουλειά των κηπουρών», είπε ο κηπουρός. Στριφογυρίζοντας τα ψαλίδια του, και βγάζοντας ένα δρεπάνι, επιτέθηκε στο επίπεδο ρομπότ.
Τα πρωτόγονα όπλα του δεν είχαν μεγάλο αποτέλεσμα πάνω στο θώρακα του άλλου ρομπότ. Πάντως, το δεύτερο, καταλαβαίνοντας πως τα πράγματα είχαν φτάσει σε ένα αδιέξοδο, είπε. «Θα πάμε στον Τσαρλς Γκάνπατ να μας πει τι να κάνουμε. Ελάτε από εδώ».
«Ο Τσαρλς Γκάνπατ βρίσκεται στη διάσκεψη», αποκρίθηκε ένα άλλο ρομπότ. Ο Τσαρλς Γκάνπατ δεν πρέπει να ενοχληθεί στη διάσκεψη. Επομένως δεν πρέπει να ενοχλήσουμε τον Τσαρλς Γκάνπατ».
«Επομένως πρέπει να περιμένουμε», είπε το μεταλλικό επίπεδο ρομπότ. Προπορεύτηκε περνώντας δίπλα σχεδόν από τον Σμιθλάο' ανέβηκαν όλα μαζί τα σκαλοπάτια κι εξαφανίστηκαν στο σπίτι.
Ο Σμιθλάο θαύμασε την ψυχραιμία του άγριου. Ήταν θαύμα που ζούσε ακόμα. Αν είχε δοκιμάσει να τρέξει, θα τον είχαν σκοτώσει αμέσως' αυτή την κατάσταση είχαν διδαχτεί να την αντιμετωπίζουν τα ρομπότ. Ούτε τα διφορούμενα λόγια του θα τον είχαν σώσει αν αντιμετώπιζε μόνο ένα ρομπότ, γιατί ένα ρομπότ μόνο του είναι ένα απλοϊκό ον. Πάντως, όταν είναι πολλά μαζί, υποφέρουν από ένα πρόβλημα που συχνά προσβάλλει μέχρι ένα σημείο και τις ανθρώπινες συναθροίσεις: μια τάση να επιδεικνύουν τη λογική τους σε βάρος του αντικειμένου της συνάθροισης. Λογική! Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Ήταν το μόνο πράγμα που είχαν τα ρομπότ. Ο άνθρωπος είχε λογική και εξυπνάδα: τα κατάφερνε καλύτερα από τα ρομπότ του. Και όμως, έχανε τη μάχη ενάντια στη Φύση. Κι η Φύση σαν τα ρομπότ, χρησιμοποιούσε μόνο λογική. Ήταν ένα παράδοξο που εμπόδιζε τον άνθρωπο να επικρατήσει.
Μόλις αυτή η στρατιά από τις μηχανές εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι, ο άγριος έτρεξε κατά μήκος του κήπου και σκαρφάλωσε στην πρώτη σειρά των σκαλοπατιών, προχωρώντας προς την ακίνητη κοπέλα. Ο Σμιθλάο γλίστρησε πίσω από μια οξυά για να είναι πιο κοντά τους' αισθάνθηκε σαν διεστραμμένος, παρατηρώντας τους χωρίς ενδιάμεση οθόνη, αλλά δεν μπορούσε όμως να απομακρυνθεί. Ο άγριος πλησίαζε τώρα την Πλόυπλόυ, περπατώντας αργά κατά μήκος της βεράντας, σαν υπνωτισμένος.
«Ήσουν επινοητικός», του είπε. Το λευκό πρόσωπο της είχε κοκκινίσει τώρα στα μάγουλα.
«Ήμουν επινοητικός έναν ολόκληρο χρόνο για να μπορέσω να έρθω κοντά σου», της είπε.
Τώρα που οι επινοήσεις του τον είχαν φέρει αντίκρυ της, τον εγκατέλειψαν και τον άφησαν να στέκεται αβοήθητος. Ήταν ένας αδύνατος νεαρός με φθαρμένα ρούχα και αφρόντιστη γενιάδα.
«Πως με βρήκες;» ρώτησε η Πλόυπλόυ. Η φωνή της αντίθετα με τη φωνή του νεαρού, μόλις έφτανε στα αυτιά του Σμιθλάο. Μια βασανιστική έκφραση, τόσο σπασμωδική όσο και το φθινόπωρο έπαιξε στο πρόσωπό της.
«Ήταν ένα είδος ενστίκτου - σαν να είχα ακούσει το κάλεσμά σου», είπε ο άγριος. «Όσα άσχημα πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν στον κόσμο έχουν γίνει... Ίσως να είσαι η μόνη γυναίκα στον κόσμο που μπορεί να αγαπά' ίσως να είμαι ο μόνος άντρας που μπορεί να ανταποκριθεί. Έτσι ήρθα. Ήταν φυσικό, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά».
«Ονειρευόμουν πάντα πως κάποιος θα ερχόταν», του είπε. «Και για βδομάδες ένιωθα - ήξερα - πως ερχόσουν. Ω αγάπη μου...»
«Πρέπει να κάνουμε γρήγορα, γλυκιά μου», της είπε. «Δούλευα κάποτε με τα ρομπότ -ίσως να μπόρεσες να καταλάβεις πως ξέρω το μηχανισμό τους. 'Όταν φύγουμε από εδώ ένα σκάφος-ρομπότ θα μας πάρει αμέσως μακριά - οπουδήποτε' σε ένα νησί ίσως, όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο απελπιστικά. Αλλά πρέπει να φύγουμε προτού επιστρέψουν τα μηχανήματα του πατέρα σου».
Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Πλόυπλόυ.
Σήκωσε το χέρι της.
«Περίμενε!» τον ικέτεψε. «Δεν είναι τόσο απλό. Πρέπει να ξέρεις κάτι... Το... το Κέντρο Αναπαραγωγής μου αρνήθηκε το δικαίωμα της γονιμότητας. Δεν πρέπει να με αγγίξεις».
«Μισώ το Κέντρο Αναπαραγωγής!» είπε ο άγριος. «Μισώ ότι έχει να κάνει με την παρούσα κυβέρνηση. Τίποτα από ότι έχουν κάνει Δε μπορεί να επιδράσει επάνω μας τώρα».
Η Πλόυπλόυ είχε σφίξει τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Το χρώμα είχε φύγει από το πρόσωπό της. Μια νέα βροχή από ροδοπέταλα έπεσε πάνω στο φόρεμά της, κοροϊδεύοντάς την.
«Είναι τόσο μάταιο», είπε. «Δεν καταλαβαίνεις...»
Η αγριάδα του είχε ημερώσει.
«Εγκατέλειψα τα πάντα για να έρθω σε σένα», της είπε. «Το μόνο που λαχταρώ είναι να σε πάρω στην αγκαλιά μου».
«Αλήθεια αυτό είναι το μόνο που θέλεις στον κόσμο;» ρώτησε.
«Το ορκίζομαι», είπε απλά.
«Τότε έλα κι άγγιξέ με», είπε η Πλόυπλόυ.
Εκείνη ήταν η στιγμή που είδε ο Σμιθλάο το δάκρυ να γυαλίζει στα μάτια της.
Το χέρι του άγριου απλώθηκε προς το μέρος της και άγγιξε το μάγουλό της. Στεκόταν ακίνητη στη γκρίζα ταράτσα, με το κεφάλι της ψηλά. Κι έτσι, το χέρι του χάιδεψε ελαφρά το πρόσωπό της. Η έκρηξη έγινε σχεδόν ταυτόχρονα.
Σχεδόν ταυτόχρονα. Πήρε μόνο ένα δέκατο του δευτερολέπτου μέχρι να αναλύσουν τα προδοτικά νεύρα που βρίσκονταν στην επιδερμίδα της Πλόυπλόυ το άγγιγμα, σαν κάτι που ανήκε σε ένα άλλο ανθρώπινο ον και να μεταφέρουν την ανακάλυψή τους στο νευρικό κέντρο' εκεί, ο νευρολογικός φραγμός που είχε εμφυτέψει το Κέντρο Αναπαραγωγής σε όλους όσους είχε αρνηθεί τη γονιμοποίηση, μπήκε αμέσως σε λειτουργία. Κάθε κύτταρο στο κορμί της Πλόυπλόυ εκφόρτισε την ενέργειά του ταυτόχρονα. Ο συγχρονισμός τους ήταν τόσο επιτυχής, που κι ο άγριος σκοτώθηκε από την έκρηξη.
Ναι, σκέφτηκε ο Σμιθλάο, πρέπει να παραδεχτείς πως η δουλειά ήταν καθαρή. Και πάλι λογική. Σε έναν κόσμο που βρίσκεται στα πρόθυρα της πείνας, πως αλλιώς θα μπορούσαν να σταματήσουν τον πολλαπλασιασμό των ανεπιθύμητων; Η Λογική ενάντια στη Λογική, ο άνθρωπος ενάντια στη φύση: αυτό δημιουργούσε όλα τα δάκρυα στον κόσμο.
Επέστρεψε περπατώντας ανάμεσα στα φυτά, κατευθυνόμενος προς το σκάφος του, προσπαθώντας να φύγει προτού εμφανιστούν τα ρομπότ.
Οι διαλυμένες φιγούρες στην ταράτσα ήταν ακίνητες, μισοσκεπασμένες ήδη με φύλλα και πέταλα. Ο άνεμος μούγκριζε σα μια μεγάλη θριαμβευτική θάλασσα, στις κορφές των δέντρων.
Δεν ήταν παράξενο που ο άγριος δε γνώριζε για το νευρολογικό μηχανισμό πυροδοτήσεως: λίγοι άνθρωποι το γνώριζαν, τα μέλη του δυναμικοψυχολογικού Συνδέσμου και το Κέντρο Αναπαραγωγής - και φυσικά, τα ίδια τα άτομα που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Ναι, η Πλόυπλόυ γνώριζε τι θα συνέβαινε. Είχε διαλέξει σκόπιμα να πεθάνει με αυτό τον τρόπο.
«Το έλεγα πάντα πως ήταν τρελή!» σκέφτηκε ο Σμιθλάο. Γέλασε καθώς σκαρφάλωνε στο σκάφος του, κουνώντας το κεφάλι του με την τρέλα της.
Ήταν ένα θαυμάσιο στοιχείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην επόμενη συνάντηση με τον Τσαρλς Γκάνπατ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: