30.9.13

Mr Olympia 2013 - Full Final Show (Phil Heath vs Kai Greene)

Έλα ψυχούλα μου

Τερατάκια της τσέπης

Φεστιβάλ ΚΝΕ 2013

Aggouria.gr - Οπίσθια που τα σπάνε....Κυριολεκτικά όμως!

Φεστιβάλ ΚΝΕ 2013

5.9.13

Jimi Hendrix - All Along The Watchtower - original music video

Isaac Asimov Christmas on Ganymede (1942)

Isaac Asimov
Christmas on Ganymede (1942)


Ο Όλαφ Τζόνσον μουρμούριζε κάποιο σκοπό μονάχος του και τα γαλάζια σαν από πορσελάνη μάτια του είχαν κάτι το ονειροπόλο, καθώς περιδιάβαζαν το επιβλητικό έλατο στη γωνιά της βιβλιοθήκης. Αν και η βιβλιοθήκη ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο που διέθετε το Ντομ, ο Όλαφ δεν το έβρισκε και τόσο άνετο για την περίσταση. Γεμάτος ενθουσιασμό, έχωσε το χέρι του στο πελώριο πανέρι πλάι του και τράβηξε το πρώτο ρολό πρασινοκόκκινο γκοφρέ χαρτί.
Ποιο συναισθηματικό ξέσπασμα έδωσε την έμπνευση στην Γανυμηδική Εταιρία Προϊόντων Α.Ε. να στείλει ολόκληρη συλλογή από Χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις στο Ντομ ; Ούτε στάθηκε να ρωτήσει. Ο Όλαφ ήταν γεμάτος κέφι. Έχοντας αυτοδιοριστεί Χριστουγεννιάτικος αρχι-διακοσμητής, ένιωθε πολύ ευχαριστημένος με τη δουλειά του.
Ξάφνου σκυθρώπιασε και ψιθύρισε μια βλαστήμια. Το φωτάκι που έδινε το σινιάλο για Γενική Συγκέντρωση αναβόσβηνε υστερικά. Με πληγωμένο ύφος, ο Όλαφ απόθεσε το σφυράκι που μόλις είχε σηκώσει, με το ρολό με το γκοφρέ χαρτί, τίναξε από τα μαλλιά του μερικά σκουπιδάκια από τις γιρλάντες και έβαλε πλώρη για το γραφείο των αξιωματικών.
Ο διοικητής Σκοτ Πέλχαμ ήταν κιόλας καθισμένος στη βαθιά πολυθρόνα του στην κεφαλή του τραπεζιού, όταν μπήκε ο Όλαφ. Τα κοντόχοντρα δάχτυλά του έπαιζαν άρρυθμα ταμπούρλο πάνω στο τραπέζι που ήταν σκεπασμένο με γυαλί. Ο Όλαφ συνάντησε χωρίς φόβο τα πυρωμένα από θυμό μάτια του διοικητή, γιατί στο τμήμα του όλα πήγαιναν ρολόι εδώ και είκοσι γανυμήδιες περιστροφές.
Η αίθουσα γέμισε γρήγορα από τους άντρες και τα μάτια του Πέλχαμ σκλήρυναν καθώς με μια σαρωτική ματιά μέτρησε τους παρόντες.
«Είμαστε όλοι εδώ. Ανδρες, αντιμετωπίζουμε μια κρίση!»
Ένα αδιόρατο ανάδεμα έγινε αισθητό. Τα μάτια του Όλαφ σεργιάνισαν στο ταβάνι και αποχαυνώθηκαν. Οι κρίσεις ξέσπαγαν στο Ντομ περίπου μια φορά στην περιστροφή. Πότε γιατί έπρεπε να αυξήσουν την ποσότητα του οξίτη, πότε γιατί ήταν κατώτερη η ποιότητα της τελευταίας φουρνιάς, από φύλλα κάρεν. Στα λόγια που ακολούθησαν, όμως, το κορμί του σφίχτηκε.
«Σε ότι αφορά την κρίση, δεν έχω να κάνω καμιά ερώτηση»' (Η φωνή του Πέλχαμ ήταν βαθιά, βαρύτονη και τριβέλιζε ανυπόφορα όταν ήταν θυμωμένος). Ποιος βρωμιάρης και ηλίθιος καπετάν - φασαρίας έχει πει όλα αυτά τα παραμύθια στους καταραμένους τους Στρουθό ;»
Ο Όλαφ καθάρισε βήχοντας νευρικά το λαιμό του και μεμιάς έγινε το κέντρο της προσοχής. Το καρύδι του ανεβοκατέβαινε με ξαφνικό πανικό και το κούτελό του ζάρωσε σαν σανίδα της σκάφης. Ανατρίχιασε.
«Εγώ... εγώ...», ψέλλισε και βουβάθηκε αμέσως. Τα μακριά δάχτυλά του έκαναν μιαν αμήχανη παρακλητική κίνηση. «Δηλαδή, ήμουνα εκεί πέρα χτες μετά από τις τελευταίες - χμ - προμήθειες από φύλλα κάρεν, ένεκα που οι Στρουθό καθυστέρησαν και...»
Μια απατηλή γλυκάδα τύλιξε τη φωνή του Πέλχαμ. Χαμογέλασε.
«Μήπως είπες σε αυτούς τους ιθαγενείς για τον Αγιο Βασίλη, Όλαφ ;»
Το χαμόγελο έμοιαζε όσ ο τίποτα με λαίμαργο στραβοκοίταγμα λύκου και ο Όλαφ έσπασε. Κούνησε το κεφάλι του σπασμωδικά.
«Α, ώστε μίλησες ; Για κοίτα, λοιπόν, τους μίλησες για τον Αγιο - Βασίλη! Ότι κατεβαίνει σε ένα έλκηθρο που πετάει στον αέρα και το σέρνουνε οχτώ τάρανδοι, ε;»
«Εεε - χμ - έτσι δεν γίνεται ;» ρώτησε ο Όλαφ δυστυχισμένα.
«Και ζωγράφισες και τους τάρανδους, έτσι, μη τυχόν και γίνει κανένα λάθος. Τους είπες ακόμα ότι ο Αγιος Βασίλης έχει μακριά άσπρη γενειάδα και κόκκινη φορεσιά με άσπρες γαρνιτούρες».
«Μάλιστα», είπε ο Όλαφ, με σαστισμένα μούτρα.
«Και ότι έχει μια μεγάλη σακούλα τίγκα δώρα για τα καλά αγοράκια και κοριτσάκια και την κατεβάζει από την καμινάδα και βάζει τους μποναμάδες μέσα στις κάλτσες».
«Βέβαια».
«Τους είπες ακόμα ότι όπου να 'ναι πρέπει να έρθει, ε ; Αλλη μια περιστροφή και θα μας καταφτάσει».
Ο Όλαφ χαμογέλασε ασθενικά.
«Μάλιστα, κ. διοικητά, ήθελα να σας το πω. Στολίζω το δέντρο και...»
«Σκασμός». (Ο διοικητής ανάσαινε βαριά αφήνοντας ένα σφύριγμα). «Ξέρεις τι σκέφτηκαν εκείνοι οι Στρουθό ;»
«Όχι, κ. διοικητά».
Ο Πέλχαμ έγειρε στο τραπέζι προς τη μεριά του Όλαφ και ούρλιαξε:
«Θέλουν να τους επισκεφτεί αυτούς ο Αγιος Βασίλης!»
Κάποιος γέλασε και σβέλτα, το γύρισε σε ξερόβηχα μόλις αντίκρισε τη δολοφονική ματιά του διοικητή.
«Κι αν ο Αγιος Βασίλης δεν τους επισκεφτεί, οι Στρουθό θα εγκαταλείψουν τη δουλειά!». Και ξανάπε: «Θα τα παρατήσουν σύξυλα, θα απεργήσουν!»
Μετά από αυτά τα λόγια, δεν ακούστηκε γέλιο, ούτε ξερόβηχας. Αν υπήρχε έστω και μια μόνο σκέψη ανάμεσα στην ομάδα, ούτε που φάνηκε. Ο Όλαφ όμως την έβαλε σε λόγια.
«Και τι θα γίνει με το ποσοστό ;»
«Ακριβώς, τι θα γίνει ;» γρύλισε ο Πέλχαμ. «Υπάρχει λόγος να σας το περιγράψω; Η Γανυμηδική Εταιρία πρέπει να βγάζει εκατό τόνους βολφραμίτη, ογδόντα τόνους φύλλα κάρεν και πενήντα τόνους οξίτη κάθε χρόνο, διαφορετικά χάνει την εκχώρησή της. Νομίζω πως δεν υπάρχει ούτε ένας εδώ μέσα που να μην το ξέρει αυτό. Και τα πράγματα ήρθαν έτσι που το τρέχον έτος λήγει σε δυο γανυμήδιες περιστροφές και ήδη βρισκόμαστε κατά πέντε τοις εκατό πίσω από το πρόγραμμα».
Έπεσε βαριά, τρομαγμένη βουβαμάρα.
«Και τώρα έχουμε και τους Στρουθό που δεν θέλουνε να δουλέψουνε εκτός και αν τους πάει ο Αγιος Βασίλης. Δουλειά, ποσοστά , εκχώρηση μηδέν - και μηδέν λεφτά. Μπήκατε, εκφυλισμένοι βλάκες; Όταν η εταιρία θα χάσει την εκχώρησή της, εμείς θα χάσουμε τις πιο καλοπληρωμένες δουλειές στο Σύστημα. Φιλιά και χαιρετίσματα, κύριοι, εκτός...»
Σταμάτησε, κάρφωσε το γουρλωτό μάτι του στον Όλαφ και πρόσθεσε:
«Εκτός κι αν, με την άλλη περιστροφή, έχουμε το ιπτάμενο έλκηθρό μας, οκτώ ταράνδους και έναν Αγιο Βασίλη. Και, μα την τελευταία κοσμική κουκίδα στα δαχτυλίδια του Κρόνου, θα τα έχουμε όλα, ιδίως τον Αγιο!»
Δέκα πρόσωπα στράφηκαν προς το μέρος του κατάχλωμα σαν φαντάσματα.
«Έχετε κανένα στο μυαλό κ. διοικητά ;» ρώτησε κάποιος με φωνή που κατά τα τρία τέταρτα ήταν κρώξιμο.
«Μάλιστα, έχω κάποιον, εδώ που τα λέμε».
Απλώθηκε πίσω στην καρέκλα του. Ο Όλαφ Τζόνσον μούσκεψε σε ξαφνικό ιδρώτα καθώς βρέθηκε να κοιτάζει την άκρη του δαχτύλου.
«Ωχ, κ. διοικητά!» τρέμισε.
Το δάχτυλο που τον έδειχνε όμως δεν μετακινήθηκε.

Ο Πέλχαμ μπήκε στο θάλαμο με βήμα βαρύ, έβγαλε τη μάσκα οξυγόνου και τους κρύους κυλίνδρους που ήταν προσκολλημένοι σε αυτήν. Ένα - ένα πέταξε από πάνω του τα χοντρά μάλλινα εξωτερικά ρούχα και, με έναν τελευταίο αποκαμωμένο στεναγμό, τίναξε πέρα ένα ζευγάρι βαριές διαστημικές μπότες.
Ο Σιμ Πηρς σταμάτησε την προσεχτική επιθεώρηση που έκανε στην τελευταία φουρνιά από φύλλα κάρεν και έριξε μια ματιά γεμάτη ελπίδα πάνω από τα γυαλιά του.
«Λοιπόν ;» έκανε.
Ο Πέλχαμ ανασήκωσε τους ώμους. «Τους υποσχέθηκα και τον Αη - Βασίλη. Τι άλλο μπορούσα να κάνω ; Και τους διπλασίασα τις μερίδες της ζάχαρης - έτσι ξαναγύρισαν στη δουλειά - για την ώρα».
«Εννοείτε μέχρι τη στιγμή που δεν θα παρουσιαστεί ο Αη - Βασίλης που τους υποσχεθήκαμε». Ο Πηρς τεντώθηκε και κούνησε ένα φύλλο κάρεν στο πρόσωπο του διοικητή για να δώσει έμφαση. «Δεν έχω ξανακούσει μεγαλύτερη ανοησία από αυτή. Δεν μπορεί να γίνει. Δεν υπάρχει Αη - Βασίλης!»
«Για δοκίμασε να το πεις αυτό στους Στρουθό». Ο Πέλχαμ ρίχτηκε σε μια καρέκλα και η έκφραση του σκλήρυνε και σκοτείνιασε. «Τι κάνει ο Μένσον ;»
«Μιλάτε για αυτό το ιπτάμενο έλκηθρο που λέει πως μπορεί να σκαρώσει ;»
Ο Πηρς κράτησε ένα φύλλο στο φως και το περιεργάστηκε με κριτικό μάτι.
«Αν θέλετε τη γνώμη μου, είναι «βαρεμένος». Το γερο - σαΐνι μας κατέβηκε σήμερα το πρωί στο υπόγειο και από τότε βρίσκεται εκεί. Το μόνο που ξέρω είναι ότι διέλυσε τον περισσευούμενο ήλεκτρο - αποσυνθέτη. Αν συμβεί καμιά βλάβη στον άλλον, θα μείνουμε απλώς χωρίς οξυγόνο».
«Αχ», (ο Πέλχαμ σηκώθηκε βαριά), όσο για μένα ελπίζω να πεθάνουμε από ασφυξία. Θα ήταν μια εύκολη διέξοδος από αυτό το λάκκο που έχουμε πέσει. Κατεβαίνω».
Βγήκε σέρνοντας τα βήματά και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.
Στο υπόγειο κοίταξε γύρω του σαστισμένος, γιατί η αίθουσα ήταν γεμάτη με αστραφτερά κομμάτια μηχανής από χρωμιούχο χάλυβα. Του χρειάστηκε κάμποση ώρα για να καταλάβει πως αυτό το ανακάτεμα ήταν ότι απέμεινε από εκείνο που ήταν χτες ένας συμπαγής, καλοφτιαγμένος ηλεκτρό - αποσυνθέτης. Στο κέντρο, σε αναχρονιστική αντίθεση στεκόταν ένα σκονισμένο ξύλινο έλκηθρο πάνω σε σκουριασμένους ολισθητήρες. Κάτω από όλα αυτά έφτανε ο ήχος σφυριού.
«Ε, Μπένσον!» φώναξε ο Πέλχαμ.
Ένα μουντζουρωμένο, ιδρωμένο πρόσωπο πρόβαλε κάτω από το έλκηθρο και ένα φτύσιμο ταμπάκου τινάχτηκε προς το τασάκι που ακολουθούσε παντού τον Μπένσον.
«Γιατί φωνάζετε έτσι ;» παραπονέθηκε. «Είναι ντελικάτη δουλειά αυτή!»
«Τι στο διάβολο είναι αυτό το αλλόκοτο μαραφέτι ;» ρώτησε ο Πέλχαμ.
«Ιπτάμενο έλκηθρο, και μάλιστα δικό μου σχέδιο». (Το φως του ενθουσιασμού έφεγγε στα υγρά μάτια του Μπένσον και η μπουκιά του καπνού του πήγαινε από το 'να μάγουλο στο άλλο καθώς μιλούσε). «Τον παλιό καιρό έφεραν εδώ το έλκηθρο νομίζοντας ότι ο Γανυμήδης ήταν σκεπασμένος με χιόνι, όπως οι άλλοι δορυφόροι του Δία. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να τοποθετήσω μερικούς απωθητήρες βαρύτητας από τον αποσυνθετή στη βάση του, και το έλκηθρο θα χάνει το βάρος του όταν ανάβει το ρεύμα. Οι στρόβιλοι πεπιεσμένου αέρα κάνουν τα υπόλοιπα».
Ο διοικητής δάγκωσε το χείλι του γεμάτος αμφιβολίες.
«Θα λειτουργήσει ;»
«Και βέβαια θα λειτουργήσει. Ένα σωρό άνθρωποι έχουν σκεφτεί να χρησιμοποιήσουν τους απωθητήρες στα αεροπορικά ταξίδια, αλλά είναι αδύνατο, ιδιαίτερα σε πεδία με μεγάλη βαρύτητα. Εδώ στο Γανυμήδη, με ένα πεδίο ένα τρίτο σε βαρύτητα και με αραιή ατμόσφαιρα, ακόμα και ένα παιδί θα μπορούσε να το δουλέψει. Ακόμα και ο Τζόνσον θα μπορούσε να το χειριστεί, αν και δεν θα τα έβαφα μαύρα αν έπεφτε και έσπαγε τον καταραμένο του λαιμό».
«Καλά, λοιπόν, άκου εδώ. Έχουμε ένα κάρο από το ντόπιο ξύλο αμάραντου. Βρες τον Τσάρλυ Φιν και πες του να βάλει το έλκηθρο σε μια πλατφόρμα καμωμένη από αυτό το ξύλο. Πρέπει να το αφήσει να προεξέχει καμιά εικοσαριά πόδια μπροστά, με κάγκελα στην προεξοχή!»
Ο Μπένσον έφτυσε και στραβοκοίταξε μέσα από τα λαδωμένα μαλλιά που έπεφταν στα μάτια του.
«Τι σκαρώνετε, κ. διοικητά ;»
Το γέλιο του Πέλχαμ βγήκε με κοφτά, βραχνά γαυγίσματα.
«Αυτοί οι Στρουθό περιμένουνε ταράνδους, και θα έχουνε ταράνδους, μάλιστα. Και τα ζώα αυτά θα πρέπει να στέκονται πάνω σε κάτι, ή όχι ;»
«Το δίχως άλλο... αλλά μια στιγμή! Δεν υπάρχει ούτε μισός τάρανδος στο Γανυμήδη».
Ο διοικητής Πέλχαμ κοντοστάθηκε όπως πήγαινε για την πόρτα. Τα μάτια του στένεψαν δυσοίωνα, όπως του συνέβαινε πάντα όταν σκεφτόταν τον Όλαφ Τζόνσον.
«Ο Όλαφ είναι έξω και γυροφέρνει για να μας πιάσει οχτώ ακανθοφόρους. Έχουν τέσσερα πόδια, ένα κεφάλι από τη μια και μια ουρά από την άλλη. Αυτό πιστεύω ότι αρκεί για τους Στρουθό».
Ο γερο - μηχανικός κατάπιε την πληροφορία και κάγχασε ένρινα.
«Φίνα! Του εύχομαι να απολαύσει τη δουλειά του».
«Κι εγώ», είπε μέσα από τα δόντια του ο Πέλχαμ.
Βγήκε βαριά από την αίθουσα καθώς ο Μπένσον, λοξοκοιτάζοντας ακόμα, τρύπωσε κάτω από το έλκηθρο.

Η περιγραφή του ακανθοφόρου που έκανε ο διοικητής ήταν περιεκτική και ακριβής, αλλά παρέλειπε μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Και πρώτα από όλα, ένας ακανθοφόρος έχει μακριά, ευκίνητη μουσούδα, δυο μεγάλα αυτιά που κυματίζουν μπρος - πίσω μαλακά και δυο ευαίσθητα πορφυρά μάτια. Τα αρσενικά έχουν στο μήκος της ραχοκοκαλιάς τους ευλύγιστα αγκάθια σε χρώμα βαθυκόκκινο που μοιάζει να γοητεύουν τα θηλυκά του είδους. Συνδυάστε όλα αυτά με μια φολιδωτή μυώδη ουρά και ένα μυαλό που δεν έχει κανένα μέτρο και έχετε έναν ακανθοφόρο - ή καλύτερα, έχετε έναν ακανθοφόρο αν μπορείτε να τον πιάσετε.
Ακριβώς μια τέτοια σκέψη τριγυρνούσε στο μυαλό του Όλαφ Τζόνσον, καθώς σερνόταν σαν φίδι από μια βραχώδη προεξοχή προς ένα κοπάδι από καμιά εικοσιπενταριά ακανθοφόρους που έβοσκαν στην αραιή, τραχιά υποβλάστηση. Οι ακανθοφόροι που βρίσκονταν πιο κοντά του κοίταξαν ψηλά τον Όλαφ, καθώς τυλιγμένος σαν δέμα στις γούνες, γκροτέσκος με προσαρμοσμένη τη μάσκα με το οξυγόνο, ζύγωνε προς το μέρος τους. Πάντως, οι ακανθοφόροι δεν έχουν φυσικούς εχθρούς, γι αυτό και εξακολούθησαν να χαζεύουν τη φιγούρα του, με χαύνο αποδοκιμαστικό βλέμμα και μετά ξαναγύρισαν στο τραγανό, αλλά θρεπτικό, φαί τους.
Οι ιδέες του Όλαφ για το πώς θα σακούλιαζε γερό κυνήγι, ήταν ομιχλώδεις. Ψαχούλεψε στην τσέπη του ένα κομμάτι ζάχαρη, το κράτησε μπροστά και είπε:
«Έλα κατεργάρη, κατεργάρη, κατεργάρη, κατεργάρη!»
Τα αυτιά του πιο κοντινού ακανθοφόρου τινάχτηκαν ενοχλημένα. Ο Όλαφ πήγε κοντύτερα και πρότεινε πάλι τη ζάχαρη.
«Έλα, μοσχαράκι μου! Έλα μοσχαράκι μου!»
Ο ακανθοφόρος έβγαλε ένα βαθύ, τρεμουλιαστό ήχο και τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω της. Η μουσούδα του συσπάστηκε καθώς έφτυνε την τελευταία μπουκιά χόρτα και σάλεψε με το πάσο του. Με το λαιμό τεντωμένο, μύρισε. Μετά, κάνοντας μια γοργή, επιδέξια κίνηση, χτύπησε την τεντωμένη παλάμη και έχωσε τη ζάχαρη στο στόμα του. Το άλλο χέρι του Όλαφ κατέβηκε σφυρίζοντας, αλλά έπιασε αέρα.
Με πληγωμένη έκφραση, ο Όλαφ πρόσφερε άλλο κομμάτι.
«Έλα, Πρίγκιπα! Έλα, Λουλού μου!»
Ο ακανθοφόρος έβγαλε έναν βαθύ, τρεμουλιαστό ήχο από το λαιμό του. Ήταν ο ήχος της ευχαρίστησης. Κατά πως φαινόταν, αυτό το παράξενο τέρας μπροστά του, έχοντας παραφρονήσει, λογάριαζε να τον ταΐζει με αυτά τα κομμάτια της συμπυκνωμένης νοστιμιάς για όλη τη ζωή του. Τινάχτηκε, άρπαξε το κομμάτι της ζάχαρης και πισωγύρισε γρήγορα, όσο και την πρώτη φορά. Αλλά, μιας και ο Όλαφ το κρατούσε αυτή τη φορά σφιχτά, ο ακανθοφόρος του έκοψε μαζί σχεδόν και ένα δάχτυλο.
Το σκούξιμο του Όλαφ δεν είχε βεβαίως όλη τη νωχέλεια που απαιτείται σε τέτοιες περιστάσεις. Παρόλα αυτά, μια δαγκωνιά που μπορείς να τη νιώσεις μέσα από χοντρά γάντια, είναι πάντα μια δαγκωνιά!
Προχώρησε τολμηρά κατά πάνω στον ακανθοφόρο. Υπάρχουν μερικά πράγματα που φουντώνουν το αίμα των Τζόνσον και ξαναζωντανεύουν το πανάρχαιο πνεύμα των Βίκινγκς. Το να τους δαγκώσουν το δάχτυλο, ιδίως ένα εξωγήινο πλάσμα, ήταν ένα από αυτά τα πράγματα.
Ένα αβέβαιο βλέμμα φάνηκε στα μάτια του ακανθοφόρου καθώς πισωπατούσε αργά. Δεν του προσφέρονταν πια άλλοι άσπροι κύβοι, και δεν ήταν και τόσο σίγουρος για το τι θα επακολουθούσε. Η αβεβαιότητα εξαφανίστηκε με τέτοιο αιφνίδιο τρόπο που δεν το περίμενε, όταν δυο γαντοφορεμένα χέρια έπεσαν πάνω στα αυτιά του και τα τράβηξαν απότομα. Αφησε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό και επιτέθηκε.
Ένας ακανθοφόρος έχει μια κάποια αίσθηση της αξιοπρέπειας. Δεν του αρέσει να του τραβάνε τα αυτιά, ιδιαίτερα όταν άλλοι ακανθοφόροι, που συμπεριλαμβάνουν και μερικά ανύπαντρα θηλυκά, έχουν σχηματίσει κύκλο γύρω του και κοιτάζουν.
Ο γήινος έπεσε προς τα πίσω και έμεινε σε αυτή τη στάση για λίγο. Στο μεταξύ, ο ακανθοφόρος πισωπάτησε μερικά μέτρα με ύφος τζέντλεμαν και επέτρεψε στον Τζόνσον να σταθεί στα πόδια του.
Το παλιό αίμα των Βίκινγκς άφρισε ακόμα περισσότερο μέσα στον Όλαφ. Αφού έτριψε τα πληγωμένα του μέρη που είχαν βροντήξει κάτω, μαζί με τον κύλινδρο του οξυγόνου, πήδησε, ξεχνώντας να υπολογίσει τη γανυμήδια βαρύτητα. Έτσι αρμένισε πέντε μέτρα πάνω από τη ράχη του ακανθοφόρου.
Δέος φάνηκε στα μάτια του ζώου καθώς παρακολουθούσε τον Όλαφ' ήταν ένα επιβλητικό πήδημα! Αλλά στο βλέμμα του υπήρχε και σαστιμάρα γιατί δεν υπήρχε κανένας προφανής λόγος για την μανούβρα.
Ο Όλαφ προσγειώθηκε στην πλάτη του πάλι και «έφαγε» τον κύλινδρο στο ίδιο μέρος. Αρχισε να νιώθει λίγο αμήχανος. Οι θόρυβοι που έβγαιναν από τον κύκλο των θεατών έμοιαζαν καταπληκτικά με χαχάνισμα.
«Γελάτε!» μουρμούρισε χολιασμένα. «Και δεν άρχισα ακόμα τη μάχη μου».
Πλησίασε τον ακανθοφόρο αργά, προσεκτικά. Τον κύκλωσε, προφυλάγοντας να τον τσακώσει απροετοίμαστο. Το ίδιο έκανε και ο ακανθοφόρος. Ο Όλαφ προσποιήθηκε πως επιτίθεται και ο ακανθοφόρος έσκυψε. Μετά ο ακανθοφόρος ανασηκώθηκε σούζα και ο Όλαφ έσκυψε.
Ο Όλαφ δεν έπαυε να σκέφτεται όλη την ώρα αυτή την βεβήλωση. Το βραχνό «Γρ-ρ-ρ-ρ» που έβγαινε από το λαρύγγι του ζώου έδειχνε ολοφάνερα την έλλειψη του αδελφικού πνεύματος που συνηθίζεται συνήθως τα Χριστούγεννα.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας κοφτός, σφυριχτός ήχος. Ο Όλαφ ένιωσε πως κάτι συγκρούστηκε με το κεφάλι του, ακριβώς πίσω από το αριστερό του αυτί. Τούτη τη φορά πραγματοποίησε ένα ανάποδο σάλτο και προσγειώθηκε στο σβέρκο του. Ένα ομαδικό χλιμίντρισμα ξέφυγε από τους παρατηρητές και ο ακανθοφόρος ανέμισε την ουρά του θριαμβευτικά.
Ο Όλαφ ξεφορτώθηκε το συναίσθημα ότι επέπλεε σε ένα σπαρμένο αχανές διάστημα και στάθηκε τρεκλίζοντας στα πόδια του.
«Για άκου εδώ!» διαμαρτυρήθηκε, «έκανες φάουλ αφού χρησιμοποίησες την ουρά σου!»
Σαλτάρισε πίσω καθώς η ουρά ξανατινάχτηκε να τον χτυπήσει και μετά πετάχτηκε μπρος, κάνοντας βουτιά - τάκλινγκ. Αρπαξε τα πόδια του ακανθοφόρου και ένιωσε το ζώο να κάθεται στα πισινά του με μια αγανακτισμένη κραυγή.
Τώρα η υπόθεση περιοριζόταν σε μάχη ανάμεσα στα γήινα και τα γανυμήδια μούσκουλα και ο Όλαφ είχε εξελιχθεί σε άνθρωπο με κτηνώδικη δύναμη. Ανασηκώθηκε με κόπο, και ο ακανθοφόρος βρέθηκε καθισμένος στους ώμους του ξένου.
Ο ακανθοφόρος αντιδρούσε μανιασμένα και δοκίμασε να αποδείξει αυτές τις αντιδράσεις με μια καλοζυγισμένη καμτσικιά της ουράς του. Αλλά βρισκόταν σε άβολη θέση και το χτύπημα σφύριξε ανώδυνα πάνω από το κεφάλι του Όλαφ.
Οι άλλοι ακανθοφόροι έκαναν τόπο για τον γήινο με θλιμμένες εκφράσεις στα μούτρα. Κατά πως φαίνεται, όλοι ήταν καλοί φίλοι του αιχμάλωτου ζώου και απεχθάνονταν να τον βλέπουν να χάνει μια μάχη. Ξαναγύρισαν στο φαγητό τους με φιλοσοφική υποταγή, πεισμένοι το δίχως άλλο πως είχαν να κάνουν με το κισμέτ.
Από την άλλη μεριά της βράχινης πλατφόρμας, ο Όλαφ έφτασε στο έτοιμο κλουβί, που είχε φέρει για την περίσταση. Ασήμαντη ήταν η πάλη που μεσολάβησε, πριν καταφέρει να στρογγυλοκαθίσει πάνω στο κεφάλι του ακανθοφόρου και να δέσει κάμποσους κόμπους στο σκοινί, για να τον κρατήσει εκεί.
Μερικές ώρες αργότερα, όταν είχε βάλει στο κοράλ τους οκτώ του ακανθοφόρους, κάτεχε την τεχνική που είναι αποτέλεσμα μακριάς πείρας. Θα μπορούσε να κάνει σε έναν καουμπόυ της Γης πολύτιμες υποδείξεις πώς να πιάνει ένα μάβερικ. Ακόμα, θα μπορούσε να δώσει σε έναν Γήινο βαστάζο μαθήματα απλής και σύνθετης βλαστήμιας.

Ήταν η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα και σε ολόκληρο το Ντομ του Γανυμήδη ακούγονταν εκκωφαντικός θόρυβος' μια απερίγραπτη έξαψη, ήταν διάχυτη, σάμπως κι είχε σκάσει κανένα πρωτόφαντο αστέρι. Γύρω από το σκουριασμένο έλκηθρο, σκαρφαλωμένοι πάνω στην τεράστια πλατφόρμα του από κοκκινόξυλο, πέντε γήινοι έδιναν βασιλική μάχη με έναν ακανθοφόρο.
Ο ακανθοφόρος είχε πολύ ξεκαθαρισμένες απόψεις για τα περισσότερα πράγματα, και μια από τις πιο πεισματάρικες και απόλυτες ήταν ότι δεν έλεγε να πάει ποτέ, κάπου που δεν ήθελε. Ξεκαθάριζε αυτή του τη θέση τσουκανίζοντας ένα κεφάλι, μια ουρά, τρία αγκάθια και τέσσερα ποδάρια προς κάθε δυνατή κατεύθυνση, με όλη του τη δύναμη.
Αλλά οι γήινοι δεν τόβαζαν κάτω, και μάλιστα χωρίς καθόλου ευγένεια. Παρ' όλες τις δυνατές, γεμάτες αγωνία σκουξιές, ο ακανθοφόρος ανασηκώθηκε στα χέρια και βρέθηκε στην πλατφόρμα, σούρθηκε στη θέση του και χαμουρώθηκε σε ανέλπιδη υποταγή.
«Εντάξει!» γρύλισε ο Πήτερ Μπένσον. «Πέρνα μας την μπουκάλα».
Κρατώντας τη μουσούδα του ακανθοφόρου με το ένα χέρι, ο Μπένσον κόλλησε με το άλλο την μπουκάλα από κάτω. Ο ακανθοφόρος ανατρίχιασε σαν σε συναγερμό και χλιμίντρισε τρεμουλιάρικα. Ακούστηκε κάτι σαν γαργάρα και μετά ένα χουρχούρισμα εκτίμησης. Ο λαιμός του ζώου τεντώθηκε ζητώντας περισσότερο.
Ο Μπένσον αναστέναξε.
«Και είναι το καλύτερο μπράντυ μας».
Αναποδογύρισε το μπουκάλι και το τράβηξε μισοάδειο. Ο ακανθοφόρος, με τα μάτια του να στριφογυρίζουν ακατάσχετα στις κόχες τους, έκανε κάτι που έμοιαζε με απόπειρα εύθυμου ζιγκ. Δεν κράτησε για πολύ, ωστόσο, γιατί ο γανυμήδιος μεταβολισμός επηρεάζεται σχεδόν αμέσως από το αλκοόλ. Τα μούσκουλα του σφίχτηκαν σε μια μεθυσμένη ακαμψία και, με έναν δυνατό λόξυγγα, έχασε τις αισθήσεις του ορθός.
«Πάσσαρε τον επόμενο!» ούρλιαξε ο Μπένσον.
Σε μια ώρα οι οκτώ ακανθοφόροι ήταν αντίστοιχα σε αριθμό αγάλματα σε καταληψία. Διχαλωτά κλαδιά ήταν δεμένα γύρω από το κεφάλι τους σαν κέρατα. Το αποτέλεσμα ήταν χοντροκομμένο και ακαθόριστο, αλλά θα έκανε τη δουλειά του.
Καθώς ο Μπένσον άνοιγε το στόμα του να ρωτήσει που ήταν ο Όλαφ Τζόνσον, αυτός ο άξιος ξεπρόβαλε στα μπράτσα τριών συντρόφων του και δίνοντας την ίδια σκληρή μάχη, όπως ο κάθε ακανθοφόρος. Ωστόσο, οι αντιρρήσεις του εκφράζονταν και μάλιστα ευδιάκριτα.
«Δεν πάω πουθενά μ' αυτό το κουστούμι!» βρυχιόταν, βγάζοντας όποιο κοντινότερο μάτι μπορούσε. «Με ακούς ;»
Οπωσδήποτε υπήρχε έρεισμα για αντιρρήσεις. Ακόμα και στην καλύτερή του φόρμα, ο Όλαφ δεν είχε υπάρξει ποτέ καλλονός. Αλλά στην τωρινή του κατάσταση, έμοιαζε με μπάσταρδο που προερχόταν από έναν ακανθοφόρο εφιάλτη και κάποια αντίληψη του Πικάσο για έναν πατριάρχη.
Φορούσε το παραδοσιακό κουστούμι του άγιου. Τα ρούχα του ήταν τόσο κόκκινα, όσο μπορούσε να τα κάνει το κόκκινο τσιγαρόχαρτο που ήταν ραμμένο πάνω στη διαστημική στολή του. Η «ερμίνα» ήταν τόσο λευκή όσο και το μπαμπάκι, από το οποίο είχε φτιαχτεί. Η γενειάδα του, άφθονο μπαμπάκι κολλημένο σε βάση από λινό ύφασμα, κρεμόταν λάσκα από τα αυτιά του. Με αυτό το κατασκεύασμα από κάτω και τη μάσκα με το οξυγόνο από πάνω, ακόμα και οι πιο θαρραλέοι αναγκάζονταν να αποτρέψουν τα μάτια.
Ο Όλαφ δεν είχε δει στον καθρέφτη. Αλλά ανάμεσα σε εκείνο που μπορούσε να φανταστεί σαν εαυτό του και σε εκείνο που του έλεγε το ένστικτό του, θα καλοδεχόταν σαν αδελφό του έναν γερό, φωτεινό κεραυνό.
Με κατσάδες και τινάγματα, βρέθηκε πάνω στο έλκηθρο. Οι άλλοι στοιβιάστηκαν μέσα για να βοηθήσουν, μέχρι που ο Όλαφ δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα ακινητοποιημένο σπασμό και μια πνιγμένη φωνή.
«Αθτε με!» μούγκριζε. «Αθτε με κι ελάτε έναθ - έναθ. Αντε!»
Προσπάθησε να παλέψει λίγο, να δείξει την τόλμη του. Αλλά τα πολλά γραπώματα δεν τον άφηναν ούτε δάχτυλο να κουνήσει.
«Έμπα μέσα!» διέταξε ο Μπένσον.
«Αι στο διάβολο!» ξεφύσηξε ο Όλαφ. «Δεν μπαίνω σε κανένα αυτοσχέδιο μαραφέτι για να αυτοκτονήσω μια ώρα αρχύτερα. Μπορείς να πάρεις το βρωμο - ιπτάμενο έλκηθρό σου και να...»
«Ακου εδώ», τον έκοψε ο Μπένσον. «Ο διοικητής Πέλχαμ σε περιμένει στην άλλη μεριά. Θα σε γδάρει ζωντανό έτσι και δεν παρουσιαστείς σε μισή ώρα».
«Ο διοικητής Πέλχαμ μπορεί να πάρει το έλκηθρο παράμερα και να ...»
«Σκέψου λοιπόν τη δουλειά σου! Σκέψου τα εκατόν πενήντα την βδομάδα. Σκέψου τα υπόλοιπα χρόνια χωρίς λεφτά. Σκέψου τη Χίλντα, στη Γη, που δεν λογαριάζει να σε παντρευτεί χωρίς δουλειά. Σκέψου τα όλα!»
Ο Τζόνσον σκέφτηκε και γρύλισε. Σκέφτηκε λίγο ακόμα, μπήκε στο έλκηθρο, πέρασε το λουρί της σακούλας στον ώμο και άναψε τους απωθητήρες της βαρύτητας. Με μια φριχτή βρισιά, άνοιξε τον πίσω στρόβιλο.
Το έλκηθρο τινάχτηκε μπροστά και κείνος αρπάχτηκε, αποφεύγοντας την κωλοτούμπα έξω από το έλκηθρο παρά τρίχα. Κρατιόταν από κει κι ύστερα από τα πλάγια, παρακολουθώντας τους γύρω λόφους καθώς ανυψώνονταν κι έπεφταν σε κάθε σκαμπανέβασμα του ετοιμόρροπου έλκηθρου.
Καθώς ο άνεμος δυνάμωνε, τα ταλαντέματα γίνονταν πιο αισθητά. Κι όταν ο Δίας πρόβαλε, το κίτρινο φως του έδειξε ανάγλυφο κάθε δόντι και κάθε γκρεμό του βραχώδους εδάφους, που πάνω τους έμοιαζε να κατευθύνεται το έλκηθρο. Και γύρω στην ώρα που ο γιγάντιος πλανήτης ξεπρόβαλε ολότελα στον ορίζοντα, η κατάρα του ποτού - που εγκαταλείπει τον γανυμήδιο οργανισμό το ίδιο γρήγορα όσο τον κατακτά - άρχισε να εξανεμίζεται από τους ακανθοφόρους.
Ο τελευταίος ακανθοφόρος ήταν αυτός που συνήλθε πρώτος, πέρασε τη γλώσσα μέσα στο στόμα του, στράβωσε τα μούτρα του και ορκίστηκε να μην ξανακουμπήσει πιοτό. Έχοντας πάρει αυτή την απόφαση, έριξε μια αποχαυνωμένη ματιά στα πέριξ. Δεν του έκαναν ζωηρή εντύπωση. Μόνο σιγά - σιγά του μπήκε με το ζόρι στο τσερβέλο, το γεγονός ότι αυτό που πατούσε, ότι κι αν ήταν, δεν ήταν το συνηθισμένο σταθερό έδαφος του Γανυμήδη. Ταλαντευόταν και μετακινιόταν, πράγμα τελείως ασυνήθιστο.
Παρ' όλα αυτά, θα μπορούσε να έχει αποδώσει την αστάθειά του στο πρόσφατο όργιό του, έτσι και δεν είχε φανεί τόσο απρόσεχτος ώστε να ρίξει μια ματιά πέρα από το κάγκελο όπου ήταν αγκυροβολημένος. Κανένας ακανθοφόρος δεν πέθανε ποτέ από καρδιακή ανεπάρκεια, από όσο τουλάχιστο, έχει καταγραφεί στα αρχεία, αλλά, κοιτάζοντας κάτω, τούτος δω σχεδόν το έπαθε.
Η σπαραχτική τσιρίδα της φρίκης και της απελπισίας του επανέφερε στους άλλους ακανθοφόρους όλες τους τις αισθήσεις, αν και μαζί με πονοκέφαλο. Για λίγο ακουγόταν μια ασυνάρτητη χάβρα από βραχνές κραυγές που ήθελε να λέγεται συζήτηση, καθώς τα ζώα πάσχιζαν να βγάλουν τον πόνο έξω από το κεφάλι τους και να χώσουν μέσα τα γεγονότα. Και οι δυο στόχοι πέτυχαν και μεμιάς οργανώθηκε άτακτη φυγή. Δεν ήταν και πολύ φυγή αυτό το πράγμα, γιατί οι ακανθοφόροι ήταν δεμένοι γερά. Αλλά, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι δεν πήγαν πουθενά, πραγματοποίησαν όλες τις κινήσεις ενός μεγάλου καλπασμού. Και το έλκηθρο τρελάθηκε.
Ο Όλαφ άρπαξε τη γενειάδα του ένα δευτερόλεπτο πριν του φύγει από τα αυτιά.
«Έι!» Ξεφώνησε.
Ήταν περίπου σαν να έλεγε «σουτ, σουτ» σε μια καταιγίδα.
Το έλκηθρο αναπηδούσε, τρανταζόταν και εκτελούσε ένα υστερικό ταγκό. Έκανε ξαφνικές εκτινάξεις, σάμπως να είχε την έμπνευση να τινάξει τα ξύλινα μυαλά του κόντρα στο καύκαλο του Γανυμήδη. Στο αναμεταξύ ο Όλαφ προσευχόταν, βλαστήμαγε, έκλαιγε και άνοιξε μεμιάς όλους τους στρόβιλους πεπιεσμένου αέρα.
Ο Γανυμήδης στροβιλίστηκε και ο Δίας έγινε μια ζωηρή μουντζούρα. Ίσως το θέαμα του Δία, που χόρευε σίμμυ, σταθεροποίησε τους ακανθοφόρους. Πιο πιθανό είναι ότι απλώς είχαν πάψει να δίνουν δυάρα. Ότι και να 'ταν, σταμάτησαν, έβγαλαν μεγαλόπρεπους αποχαιρετιστήριους λόγους ο ένας στον άλλον, εξομολογήθηκαν τις αμαρτίες τους και περίμεναν το θάνατο.
Το έλκηθρο ισορρόπησε και ο Όλαφ ξαναβρήκε την ανάσα του για άλλη μια φορά. Μόνο για να ξαναπετρώσει καθώς παρατηρούσε το παράξενο θέαμα των λόφων και του σταθερού εδάφους πάνω στο κεφάλι του και τον μαύρο ουρανό και τον πρησμένο Δία από κάτω του.
Σε αυτό το σημείο ήταν που και εκείνος συμφιλιώθηκε με την αιωνιότητα και καρτερούσε το τέλος.

«Στρουθό» είναι η συντομογραφία του στρουθοκάμηλος και έτσι μοιάζουν οι ιθαγενείς γανυμήδιοι, εκτός που ο λαιμός τους είναι πιο κοντός, το κεφάλι τους μεγαλύτερο και τα φτερά τους δείχνουν να 'ναι έτοιμα να πέσουν από τη ρίζα τους. Σε αυτά, προσθέστε ένα ζευγάρι κοκαλιάρικα φτερωτά χέρια με τρία κοντόχοντρα δάχτυλα το καθένα. Μπορούν να μιλάνε αγγλικά, αλλά όταν τους ακούσετε, θα ευχόσασταν να μην μπορούσαν.
Βρίσκονταν καμιά πενηνταριά από δαύτους στο χαμηλό οικοδόμημα από κοκκινόξυλο που το λέγανε «η αίθουσα συναντήσεων». Στο βουναλάκι της βρωμιάς που είχε ανυψωθεί μπροστά στην αίθουσα - σκοτεινή από την καπνισμένη θολούρα των αναμμένων δαυλών από κοκκινόξυλο, που έζεχνε - καθόταν ο διοικητής Σκοτ Πέλχαμ και πέντε από τους άντρες του. Μπροστά τους πηγαινοερχόταν κορδωτός ο πιο βρομιάρης από όλους τους Στρουθό, φουσκώνοντας το πελώριο στήθος του με ρυθμικούς, μπουμπουνιστούς ήχους.
Σε μια στιγμή σταμάτησε και έδειξε μια ξεχαρβαλωμένη τρύπα στο ταβάνι.
«Κοίτα!» έκρωξε. «Κονονόχο. Κάναμε. Έρθει Αζοβαλίλη».
Ο Πέλχαμ γρύλισε την επιδοκιμασία του. Ο Στρουθό χαχάνισε χαρούμενος. Έδειξε τις μικρές σακούλες από πλεγμένα χόρτα που κρέμονταν στους τοίχους.
«Κοίτα! Κάτσες. Αζοβαλίλη βάλει δώλα!»
«Μάιστα» είπε ο Πέλχαμ δίχως ενθουσιασμό. «Καπνοδόχος και κάλτσες. Πολύ ωραία». Και με την άκρη του στόματός του μίλησε στον Σιμ Πηρς, που καθόταν δίπλα του: «Αλλο ένα μισάωρο σε αυτό το αχούρι θα με σκοτώσει. Πότε θα έρθει αυτός ο ηλίθιος ;»
Ο Πηρς αναδεύτηκε ανήσυχα.
«Ακούστε», είπε, «έχω κάνει μερικούς υπολογισμούς. Είμαστε εξασφαλισμένοι για όλα εκτός από τα φύλλα κάρεν, που εξακολουθούμε να έχουμε έλλειμμα τέσσερις τόνους. Αν καταφέρουμε να αποσώσουμε αυτή την ανοησία μέσα στην επόμενη ώρα, έτσι που να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε την επόμενη βάρδια και να βάλουμε στους Στρουθό να δουλέψουν δυο - δυο, μπορούμε να τα καταφέρουμε». (Έγειρε πίσω). Ναι νομίζω πως μπορούμε να τα καταφέρουμε».
«Τσίμα - τσίμα», αποκρίθηκε ο Πέλχαμ σκυθρωπά. «Δηλαδή αν καταφτάσει ο Τζόνσον, χωρίς να αμολήσει πάλι καμιά γκάφα».
Ο Στρουθό μιλούσε ακόμα, γιατί στους Στρουθό αρέσει πολύ το κουβεντολόι. Έλεγε:
«Κάσε χόνο έρθει Χισούγεννα, Χισούγεννα ωλαία, όλοι φίλοι. Στρουθό αλέσει Χισούγεννα, Εσένα αλέσει Χισούγεννα ;»
«Ναιαι πολύ», μούγκρισε ο Πέλχαμ δείχνοντας τα δόντια του ευγενικά. «Ειρήνη στο Γανυμήδη, καλή θέληση προς τους ανθρώπους, ιδιαίτερα σε αυτόν τον Τζόνσον. Και τώρα που θυμήθηκα, που στο διάβολο είναι αυτός ο ηλίθιος ;»
Ενώ εκείνος σιγόβραζε στο ζουμί του, ο Στρουθό πήδηξε πάνω κάτω μερικές φορές με τρόπο σκεπτικό, κατά πως φαίνεται μόνο για να εξασκηθεί. Συνέχισε το πήδημα, δίνοντας του μια ποικιλία με μικρά πηδηχτά βηματάκια χορού, μέχρι που οι γροθιές του Πέλχαμ άρχισαν να κάνουν κινήσεις στραγγαλισμού. Μόνο μια στριγκιά κραυγή γεμάτη έξαψη που ήρθε από την τρύπα στον τοίχο, που της έκαναν την τιμή να την αποκαλούν «παράθυρο», συγκράτησε τον Πέλχαμ από του να διαπράξει Στρουθό - μακελειό.
Οι Στρουθό μαζεύτηκαν σμάρι και οι Γήινοι πάλευαν να κλέψουν μια ματιά.
Κόντρα στην απέραντη κιτρινίλα του Δία διαγραφόταν ένα ιπτάμενο έλκηθρο, πλήρες με τους ταράνδους του. Φυσικά ήταν ένα μικροσκοπικό πράγμα ακόμα, αλλά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το τι ήταν. Ο Αγιος Βασίλης ερχόταν.
Μόνο ένα λάθος υπήρχε στην εικόνα. Το έλκηθρο, «οι τάρανδοι» και όλα τα συμπαρομαρτούντα, ενώ έτρεχαν με τρομαχτική ταχύτητα, πετούσαν με τα πάνω κάτω.
Οι Στρουθό ξέσπασαν σε τσιριχτή κακοφωνία.
«Αζοβαλίλη! Αζοβαλίλη! Αζοβαλίλη!»
Τσακίστηκαν να βγουν από το παράθυρο σαν να είχαν αποτρελαθεί, ένα τσούρμο ζωντανεμένες πατσαβούρες. Ο Πέλχαμ και οι άντρες του χρησιμοποίησαν την χαμηλή πόρτα.
Το έλκηθρο πλησίαζε, μεγαλώνοντας, μπατάροντας από τη μια στην άλλη, τρέμοντας σαν ξεχαρβαλωμένο σφοντύλι. Ο Όλαφ Τζόνσον ήταν μια μικροσκοπική φιγούρα που κρατιόταν απεγνωσμένα από το πλάι του έλκηθρου και με τα δυο του χέρια.

Ο Πέλχαμ ξεφώνιζε άγρια, ασυνάρτητα, και πνιγόταν από την αραιή ατμόσφαιρα κάθε που ξεχνούσε να αναπνεύσει από τη μύτη. Μετά κόπηκε και αποσβολώθηκε μέσα σε φρίκη. Το έλκηθρο, σε φυσικό μέγεθος πια, βούλιαζε κατά κάτω. Και βέλος να ήταν που το είχε ρίξει ο Γουλιέλμος Τέλος, δεν θα σημάδευε τον Πέλχαμ ανάμεσα στα μάτια με μεγαλύτερη ακρίβεια.
«Όλοι κάτω!» τσίριξε, και έπεσε.
Ο αέρας από το πέρασμα του ελκήθρου σφύριξε διαπεραστικά και σάρωσε τα μούτρα του. Για μια στιγμή η φωνή του Όλαφ ακούστηκε στριγκιά και συγκεχυμένη. Ο πεπιεσμένος αέρας ξεπετιόταν, αφήνοντας σημάδια από συμπυκνωμένους υδρατμούς.
Ο Πέλχαμ κείτονταν τρέμοντας, αρπαγμένος από το παγωμένο καύκαλο του Γανυμήδη. Μετά, με τα γόνατα να τρεμίζουν σαν χορεύτρια της Χαβάης, σηκώθηκε αργά. Οι Στρουθό που είχαν σκορπίσει μπροστά στο ακάθεκτο σκάφος, είχαν ξανασυγκεντρωθεί. Μακριά στον ορίζοντα, το έλκηθρο ξαναγυρνούσε.
Ο Πέλχαμ το έβλεπε καθώς ταλαντευόταν και πετούσε με αστάθεια, γυροφέρνοντας το Ντομ, γέρνοντας μονόπαντα και μετά αναπτύσσοντας ταχύτητα.
Μέσα σε αυτό το έλκηθρο, ο Όλαφ δούλευε σαν δαιμονισμένος. Με τα σκέλια ανοιχτά και στυλωμένα, έριχνε όλο του το βάρος απελπισμένα προς τη μια μεριά. Ιδρώνοντας και βλαστημώντας, βάζοντας όλα του τα δυνατά να μην κοιτάξει «κάτω» το Δία, έβαζε το έλκηθρο να κάνει με το ζόρι ολοένα και πιο αγριεμένες στροφές. Τώρα παράπαιε σε μια γωνιά 180 μοιρών και ο Όλαφ ένιωσε το στομάχι του να ξεσηκώνεται με μεγάλες αντιρρήσεις.
Κρατώντας την αναπνοή του, έγειρε δυνατά με το δεξί του πόδι κι αισθάνθηκε το έλκηθρο να γέρνει ακόμα πιο πολύ. Στο ζενίθ αυτής της στροφής, άφησε τους απωθητήρες της βαρύτητας και, με την ασθενική έλξη του Γανυμήδη, το έλκηθρο αναποδογύρισε. Φυσικά, έχοντας το μεγαλύτερο βάρος από κάτω, ήρθε και ίσιωσε καθώς έπεφτε.
Όμως όλα αυτά δεν ανακούφισαν και πολύ τον διοικητή Πέλχαμ, που βρέθηκε για άλλη μια φορά πάνω ακριβώς στη τροχιά του έλκηθρου.
«Κάτω!» ούρλιαξε και ξανάπεσε.
Το έλκηθρο έκανε «γχσςςς» πάνω από το κεφάλι τους, ξανανέβηκε πάνω σε ένα πελώριο ανάχωμα με ένα «κράακ», τινάχτηκε καμιά εικοσιπενταριά μέτρα στον αέρα και κατέβηκε βροντώντας, ενώ ο Όλαφ ξέφυγε από το κάγκελο και πετάχτηκε έξω.
Ο Αγιος Βασίλης είχε φτάσει.
Με μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα, ο Όλαφ τίναξε τη σακούλα πάνω στον ώμο του, τακτοποίησε τη γενειάδα του και χάιδεψε στο κεφάλι έναν από τους ακανθοφόρους, που υπόφεραν σιωπηλά. Ο θάνατος μπορεί να ερχόταν - και εδώ που τα λέμε, ο Όλαφ δύσκολα κρατιόταν πια να περιμένει - αλλά λογάριαζε να πεθάνει όρθιος, ευγενικά, σαν ένας Τζόνσον.
Μέσα στο χάνι, όπου είχαν ξαναμαζευτεί σαν τα τσαμπιά οι Στρουθό, ένας υπόκωφος κρότος ανάγγειλε την άφιξη της σακούλας του Αγιου στη σκέπη, και ένας γδούπος την άφιξη του ίδιου του Αγιου. Ένα φρικιαστικό μούτρο ξεπρόβαλε μέσα από την πρόχειρη τρύπα στο ταβάνι.
«Καλά Χριστούγεννα!» έκρωξε και κουτρουβαλίστηκε κάτω,
Ο Όλαφ προσγειώθηκε πάνω στους κυλίνδρους του οξυγόνου, όπως συνήθως και τους «έφαγε» στο συνηθισμένο μέρος.
Οι Στρουθό αναπηδούσαν πάνω κάτω σαν τόπια, από τη λαχτάρα.
Ο Όλαφ κουτσαίνοντας βαριά πλησίασε την πρώτη κάλτσα και έχωσε μέσα μια πολύχρωμη και πολυστολισμένη μπάλα που πήρε από τη σακούλα του, μια από τις πολλές μπάλες που αρχικά προορίζονταν για στολίδι του Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Μια μια τις έβαλε όλες στις κρεμασμένες κάλτσες.
Έχοντας ξεμπερδέψει με τη δουλειά του, ρίχτηκε ξέθεωμένος στο πάτωμα και κάθισε ανακούκουρδα παρακολουθώντας τα σούρτα - φέρτα με γυάλινο καχύποπτο μάτι. Η ευθυμία και τα αστεία που φέρνουν πόνο στα πλευρά από τα γέλια και που η παράδοση τα θεωρεί χαρακτηριστικά του Αγιο - Βασίλη, απουσίαζαν ολότελα από αυτόν εδώ που τον κάτεχε αξιοπαρατήρητος στοχασμός.
Οι Στρουθό μπάλωσαν την κατάσταση με την άγρια έκστασή τους. Μέχρι να τοποθετήσει ο Όλαφ και την τελευταία του μπάλα, είχαν κρατηθεί σιωπηλοί στις θέσεις τους. Αλλά όταν τελείωσε, ο αέρας φούσκωνε και σπάραζε κάτω από την πίεση που του προκαλούσαν τα παράφωνα σκληρίσματα που ξέσπασαν. Σε κλάσμα δευτερολέπτου κάθε χέρι Στρουθό κρατούσε και από μία μπάλα.
Κουβέντιαζαν ανάμεσά τους φρενιασμένα, κρατώντας τις μπάλες προσεχτικά κοντά στο στήθος τους. Μετά σύγκριναν την μία με την άλλη, φτιάχνοντας «πηγαδάκια» για να δουν τις πιο καλές.
Ο πιο βρωμίαρης από τους Στρουθό πλησίασε τον Πέλχαμ και τον τράβηξε από το μανίκι.
«Αζοβαλίλη καλό», έκανε με βραχνή φωνή. «Κοίτα αφήνει αυγά!» Κοίταξε με σεβασμό την μπάλα του και είπε: «Πιο ωλαία από Στρουθό αυγά. Πέπει είναι Αζοβαλίλη αυγά, ε ;»
Το χοντροδάχτυλό του χώθηκε στο στομάχι του Πέλχαμ.
«Όχι» ούρλιαξε με μάνητα ο Πέλχαμ. «Που να πάρει ο διάβολος, όχι!»
Αλλά ο Στρουθό δεν άκουγε. Έχωσε την μπάλα ακόμα πιο βαθιά στην ζέστα κάτω από τα φτερά του και είπε:
«Ωλαία χλώματα. Πόσο θέλει μικλό Αζοβαλίλη βγει έξω ; Και τι φάει μικλό Αζοβαλίλη;» (Κοίταξε ψηλά). «Εμείς φλοντίσουμε. Κάνουμε έξυπνο μικλό Αζοβαλίλη, μάθουμε πλάματα, έχει μυαλό σαν Στρουθό».
Ο Πηρς άρπαξε το χέρι του διοικητή Πέλχαμ.
«Μην τσακώνεστε μαζί τους» ψιθύρισε φρενιασμένα. «Τι σας μέλει αν νομίζουν πως είναι αυγά του Αγιοβασίλη ; Αντε λοιπόν! Αν δουλέψουμε σαν μανιακοί, θα τα βγάλουμε πέρα με το ποσοστό μας. Ας ξεκινήσουμε».
«Σωστά», παραδέχτηκε ο Πέλχαμ. (Στράφηκε στον Στρουθό). «Πες σε όλους να ξεκινήσουν». (Μιλούσε δυνατά και καθαρά). «Δουλειά τώρα. Καταλάβατε ; Γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα! Εμπρός!»
Και τους παρότρυνε με τα χέρια του. Αλλά ο βρώμικος Στρουθό είχε στυλώσει και δεν το κουνούσε.
«Εμείς δουλέψουμε» είπε αργά, «αλλά Τζόνσον λέει Χισούγεννα έρχεται κάσε χόνο».
«Δεν σας φτάνουν τα Χριστούγεννα».

Metallica - Creeping Death + For Whom The Bell Tools - Rock in Rio 2011 ...

4.9.13

Joe Cocker - Ain't No Sunshine

Brian Aldiss All the World's Tears (1957)

Brian Aldiss
All the World's Tears (1957)

Αν μπορούσες να μαζέψεις όλα τα δάκρυα που έχουν χυθεί στην ιστορία του κόσμου, δε θα είχες μόνο ένα τεράστιο υδάτινο στρώμα' θα είχες μπροστά σου ολόκληρη την ιστορία του κόσμου.
Κάποια παρόμοια σκέψη πέρασε από το νου του Τζ. Σμιθλάο, του δυναμικοψυχολόγου, καθώς στεκόταν στον 139 ο τομέα της Ίνγκ Λαντ, παρατηρώντας τη σύντομη και τραγική αγάπη του άγριου και της κόρης του Τσαρλς Γκάνπατ. Κρυμμένος πίσω από μια οξυά, ο Σμιθλάο είδε τον άγριο να διασχίζει με προσοχή την υπερυψωμένη μέσα στον κήπο βεράντα' η κόρη του Γκάνπατ, η Πλόυπλόυ , στεκόταν στην άλλη άκρη, και τον περίμενε.
Ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου του τεσσαρακοστού τέταρτου αιώνα. Ο άνεμος που σάλευε το φόρεμά της Πλόυπλόυ, έγερνε διάφορα φύλλα προς το μέρος της' αναστέναζε μέσα στο φανταστικό και έρημο κήπο, σαν τη μοίρα σε βαφτίσια, καταστρέφοντας τα τελευταία τριαντάφυλλα. Αργότερα τα πεσμένα φύλλα θα τα ρουφούσε από τα μονοπάτια, την πελούζα και την αυλή ο ατσάλινος κηπουρός. Τώρα, ο αέρας έκανε ένα μικρό ρεύμα γύρω από τα πόδια του άγριου, καθώς άπλωνε το χέρι του, για να αγγίξει την Πλόυπλόυ. Τότε ήταν που το δάκρυ έλαμψε στα μάτια της.
Κρυμμένος, γοητευμένος, ο δυναμικοψυχολόγος Σμιθλάο είδε αυτό το δάκρυ. Εκτός ίσως από ένα βλακώδες ρομπότ, ήταν ο μόνος που είδε ολόκληρο το επεισόδιο. Και παρόλο που ήταν αδιάφορος και σκληρός, σε σχέση με τα πρότυπα άλλων εποχών, ήταν αρκετά ανθρώπινος για να διαισθανθεί πως, εδώ, στην γκρίζα ταράτσα, βρισκόταν ένας μικρός συλλαβόγριφος, που σημείωνε το τέλος όλων όσων είχε υπάρξει ο Ανθρωπος.
Μετά από το δάκρυ, φυσικά, ήρθε η έκρηξη. Μόνο για μια στιγμή, ένας καινούριος άνεμος έζησε ανάμεσα στους ανέμους της γης.
Τελείως τυχαία περπατούσε ο Σμιθλάο στο κτήμα του Τσαρλς Γκάνπατ. Είχε έρθει όπως πάντα, σα δυναμικοψυχολόγος του Γκάνπατ, για να χορηγήσει μια δόση μίσους στο γέρο. Εντελώς περίεργα, καθώς πλησίαζε να προσγειωθεί, ανοίγοντας τα πτερύγια του σκάφους του για να βγει από τη στρατόσφαιρα, ο Σμιθλάο είχε διακρίνει τον άγριο να πλησιάζει το κτήμα του Γκάνπατ. Κάτω από τα περιστρεφόμενα πτερύγια το τοπίο φαινόταν τόσο περιποιημένο, όσο μια ζωγραφιά. Τα απογυμνωμένα χωράφια σχημάτιζαν τέλεια παραλληλόγραμμα. Εδώ και εκεί, ένα ρομπότ ή κάποιος άλλος αυτόματος μηχανισμός διατηρούσε τη φύση σύμφωνα με τη δικιά του λειτουργική εικόνα' ούτε ένα μπιζέλι Δε μεγάλωνε χωρίς κυβερνητική επίβλεψη' ούτε μια μέλισσα δεν βούιζε ανάμεσα στους στήμονες δίχως να ελέγχει την πορεία της κάποιο ραντάρ.
Κάθε πουλί είχε έναν αριθμό και έναν ήχο που το καλούσε, ενώ ανάμεσα σε κάθε φυλή μυρμηγκιών περιδιάβαιναν τα μεταλλικά μυρμήγκια - αφηγητές, που μετάφεραν τα μυστικά της φωλιάς πίσω στη βάση. Ο παλιός, βολικός κόσμος με τους τυχαίους παράγοντες είχε εξαφανιστεί κάτω από την πίεση της πείνας.
Τίποτα το ζωντανό δε ζούσε χωρίς έλεγχο. Οι αμέτρητοι πληθυσμοί των προηγούμενων αιώνων είχαν εξαντλήσει το έδαφος. Μόνο η αυστηρότερη τσιγγουνιά, σε συνδυασμό με την αυστηρή πειθαρχία, παρήγαγε αρκετή τροφή για τον τωρινό αραιό πληθυσμό. Τα δισεκατομμύρια είχαν πεθάνει από την πείνα' οι εκατοντάδες που εξακολουθούσαν να ζουν, βρίσκονταν στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Στο άγονο τακτοποιημένο τοπίο, το κτήμα του Γκανπατ έμοιαζε με προσβολή. Καλύπτοντας πέντε στρέμματα, ήταν μια μικρή νησίδα άγριας βλάστησης. Ψηλές και αφρόντιστες φτελιές σχημάτιζαν ένα φράκτη στην περίμετρο, γέρνοντας πάνω από τις πελούζες και το σπίτι. Το ίδιο το σπίτι, το βασικό στον τομέα 139, ήταν κτισμένο με τεράστιους πέτρινους βράχους. Έπρεπε να είναι δυνατό, για να αντέχει το βάρος των υπηρετικών μηχανών που εκτός από τον Γκάνπατ και την κόρη του, Πλόυπλόυ, ήταν οι μόνοι του ένοικοι.
Ακριβώς την ώρα που έπεφτε κάτω από το επίπεδο των δέντρων, ο Σμιθλάο νόμισε πως είχε δει μια ανθρώπινη φιγούρα να προχωράει αργά προς το κτήμα. Για χιλιάδες λόγους, αυτό φαινόταν κάπως αδύνατο. Ο μεγάλος υλικός πλούτος του κόσμου είχε μοιραστεί ανάμεσα σε σχετικά λίγους ανθρώπους, και κανένας δεν ήταν αρκετά φτωχός για να χρειάζεται να πηγαίνει κάπου με τα πόδια. Το αυξανόμενο μίσος του ανθρώπου για τη Φύση, υποκινούμενο από την εντύπωση πως τον είχε προδώσει, θα έκανε έναν τέτοιο περίπατο μαρτύριο - εκτός κι αν αυτός ο άνθρωπος ήταν τρελός, σαν την Πλόυπλόυ.
Βγάζοντας τη φιγούρα από τη σκέψη του, ο Σμιθλάο έριξε το σκάφος προς το ίσιωμα ενός βράχου. Χάρηκε που κατέβηκε: ήταν μια απαίσια μέρα, και τα στρώματα από τα σύννεφα του σωρείτη από όπου είχε περάσει κατεβαίνοντας, ήταν γεμάτα από κενά αέρος. Το σπίτι του Γκάνπατ, με τα καλυμμένα παράθυρά του, τους πύργους του, τις ατελείωτες ταράτσες του, και τα άχρηστα στολίδια του, την τεράστια είσοδό του τον κοίταζε βλοσυρά σα μια εγκαταλειμμένη γαμήλια τούρτα.
Αμέσως κάτι φάνηκε να κινείται. Τρία ρομπότ με ρόδες φάνηκαν να έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις, στρέφοντας ελαφρά ατομικά όπλα προς το μέρος του καθώς πλησίαζαν. Κανένας, σκέφτηκε ο Σμιθλάο, δε μπορεί να μπει εδώ απρόσκλητος. Ο Γκάνπατ δεν ήταν φιλικός, ακόμα και σε σχέση με τα μη-φιλικά πρότυπα του καιρού του.
«Πες ποιος είσαι», διέταξε η πρώτη μηχανή. Ήταν άσχημη κι επίπεδη, και θύμιζε αόριστα ένα φρύνο.
«Είμαι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ», αποκρίθηκε ο Σμιθλάο' σε κάθε του επίσκεψη, έπρεπε να περάσει από αυτή τη διαδικασία. Καθώς μιλούσε, αποκάλυψε το πρόσωπό του στη μηχανή. Αυτή έβγαλε ένα μουγκρητό, ελέγχοντας την εικόνα και τις πληροφορίες με τη μνήμη της. Τελικά είπε: «Είσαι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ. Τι θέλεις;»
Βρίζοντας τη φοβερή βραδύτητα του ρομπότ, ο Σμιθλάο του είπε: «Έχω ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», και περίμενε την απάντηση.
«Έχεις ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», επιβεβαίωσε το ρομπότ. «Έλα από εδώ».
Κύλησε με καταπληκτική χάρη, μιλώντας στα άλλα δυο ρομπότ, καθησυχάζοντας τα, επαναλαμβάνοντάς τους μηχανικά, «Αυτός είναι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ. Έχει ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα», για την περίπτωση που δεν το είχαν καταλάβει. Στο μεταξύ, ο Σμιθλάο μιλούσε στο σκάφος του. Ένα μέρος της καμπίνας με τον ίδιο μέσα, αποκόπηκε από την υπόλοιπη και κατέβασε ρόδες στο έδαφος, μετατρεπόμενο έτσι σε ένα κινούμενο φορείο. Μεταφέροντας το Σμιθλάο, ακολούθησε το άλλο ρομπότ.
Αυτόματες οθόνες ανέβηκαν και σκέπασαν τα παράθυρα, καθώς ο Σμιθλάο βρέθηκε στην παρουσία άλλων ανθρώπων. Μπορούσε μόνο να δει και να τον δουν μέσα από τηλε-οθόνες. Τέτοιο ήταν το μίσος (διάβαζε: φόβος) που ένιωθε ο άνθρωπος για το συνάνθρωπό του, που δεν μπορούσε να υποφέρει το άμεσο αντίκρισμά του.
Ακολουθώντας η μια την άλλη, οι μηχανές σκαρφάλωσαν στις κλιμακωτές ταράτσες από τη μπροστινή βεράντα, όπου σκεπάστηκαν με μια ομίχλη απολυμαντικού, μετά μπήκαν σε ένα λαβύρινθο διαδρόμων, και τέλος βρέθηκαν μπρος στον Τσαρλς Γκάνπατ. Στο σκούρο πρόσωπο του Γκάνπατ, στην οθόνη του οχήματος, φαινόταν μόνο μια ελαφριά αντιπάθεια για το δυναμικοψυχολόγο. Συνήθως κατάφερνε να ελέγχει τον εαυτό του όπως τώρα, πράγμα που στρεφόταν εναντίον του στις εμπορικές συνεδριάσεις, όπου ο καθένας έπρεπε να κατατροπώνει τον αντίπαλό του με μεγαλοπρεπείς εκρήξεις οργής. Γι' αυτό το λόγο καλούσε πάντα τον Σμιθλάο για να του χορηγήσει μια δόση μίσους όποτε χρειαζόταν κάτι το σημαντικό στην ημερήσια διάταξη.
Το μηχάνημα του Σμιθλάο τον έφερε σε απόσταση μισού μέτρου από την εικόνα του ασθενή του, πιο κοντά από ότι επέτρεπαν οι κανόνες ευγένειας.
«Άργησα», άρχισε με ένα φυσικό τόνο ο Σμιθλάο, «επειδή δεν άντεχα να σύρω τον εαυτό μου μπρος στην ενοχλητική παρουσία σου ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είχα την ελπίδα πως αν αργούσα λίγο, κάποιο ευτυχές δυστύχημα θα μπορούσε να εξαφανίσει αυτή τη βλακώδη μύτη σου από το -πώς να το πω τώρα; - πρόσωπό σου. Αλίμονο, είναι ακόμα εδώ, με τα δυο της ρουθούνια να απλώνονται σαν ποντικότρυπες στο κρανίο σου. Αναρωτιέμαι συχνά Γκάνπατ, δεν σκοντάφτουν ποτέ οι ποδάρες σου σε αυτές τις τρύπες;»
Παρατηρώντας το πρόσωπο του ασθενή του προσεχτικά, ο Σμιθλάο είδε μόνο ένα ανεπαίσθητο σημάδι ενόχλησης. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν δύσκολο να ερεθιστεί ο Γκάνπατ. Ευτυχώς, ο Σμιθλάο ήταν έξοχος στο επάγγελμά του' συνέχισε προσπαθώντας να τον προσβάλλει.
«Μα φυσικά δεν θα σκόνταφτες ποτέ, επειδή είσαι τόσο εκπληκτικά ανίδεος, ώστε δεν ξέρεις τη διαφορά του πάνω από το κάτω. Δεν ξέρεις καν πόσα ρομπότ μας κάνουν πέντε. Ακόμα κι όταν ήταν η σειρά σου να πας στο Κέντρο Αναπαραγωγής της πρωτεύουσας δε συνειδητοποίησες πως αυτή ήταν μια από τις λίγες φορές που πρέπει να εγκαταλείπει κανένας την οθόνη του. Νόμιζες πως μπορούσες να κάνεις έρωτα μέσα από την οθόνη! Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Μια χαζή κόρη... μια χαζή κόρη Γκάνπατ! Σκέψου πως πρέπει να κρυφογελούν γι' αυτό οι αντίπαλοί σου στον Αυτοματισμό.
«Ο ανισόρροπος Γκάνπατ κι η χαζή κόρη του», θα λένε. «Δε μπορείς να ελέγξεις τα γονίδιά σου», θα λένε».
Οι χλευασμοί είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η εικόνα του προσώπου του Γκάνπατ κοκκίνισε.
«Δεν υπάρχει τίποτα στραβό με την Πλόυπλόυ, εκτός από το ότι είναι «οπισθοδρομική» - αυτό το είπες μόνος σου!» του πέταξε.
Άρχιζε να αντιδρά' αυτό ήταν καλό σημάδι. Η κόρη του ήταν πάντα το αδύνατο σημείο της πανοπλίας του.
«Οπισθοδρομική!» γρύλισε ο Σμιθλάο. «Πόσο πίσω μπορεί να οπισθοδρομήσει κανείς; είναι ήρεμη , με ακούς, εσύ με τις τρίχες στα αυτιά σου; Θέλει να αγαπήσει !» μούγκρισε με ένα ειρωνικό γέλιο. «Ω, είναι ανήθικο, Γκάνυμπόυ! Δε θα μπορούσε να μισήσει ούτε καν για να σώσει τη ζωή της. Δεν είναι καλύτερη από έναν άγριο. Είναι χειρότερη από έναν άγριο, είναι τρελή!»
«Δεν είναι τρελή», είπε ο Γκάνπατ, αρπάζοντας και τις δυο πλευρές της οθόνης του. Με αυτό το ρυθμό, θα ήταν έτοιμος για τη διάσκεψη σε άλλα δέκα λεπτά.
«Δεν είναι τρελή;» ρώτησε ο δυναμικοψυχολόγος, δίνοντας έναν κοροϊδευτικό τόνο στη φωνή του. «Όχι, η Πλόυπλόυ δεν είναι τρελή: μόνο που το Κέντρο Αναπαραγωγής της αρνήθηκε ακόμα και το δικαίωμα της γονιμότητας, αυτό είναι όλο. Μόνο που η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση της αρνήθηκε το δικαίωμα της τηλε-ψήφου, αυτό είναι όλο. Μόνο που το Ενωμένο Εμπόριο της αρνήθηκε την Καταναλωτική Κάρτα, αυτό είναι όλο. Μόνο που το Ινστιτούτο Παιδείας την περιόρισε στην κατηγορία βήτα, αυτό είναι όλο. Μήπως είναι φυλακισμένη εδώ επειδή είναι ιδιοφυία; Είσαι τρελός Γκάνπατ, αν δεν πιστεύεις πως αυτό το κορίτσι είναι θεοπάλαβο. Εσύ, μπορείς να πεις με αυτό το βρομόστομα, πως δεν έχει και λευκό πρόσωπο».
Ο Γκάνπατ έβγαλε διάφορους ήχους. «Τολμάς να το αναφέρεις αυτό!» Φώναξε. «Και τι τρέχει αν το πρόσωπό της έχει αυτό το χρώμα;»
«Κάνεις τόσο ηλίθιες ερωτήσεις, που δεν αξίζει να ασχολούμαι μαζί σου», είπε μαλακά ο Σμιθλάο. «Το πρόβλημα σου, Γκάνπατ, είναι πως το τεράστιο κεφάλι σου δεν μπορεί να απορροφήσει ένα απλό ιστορικό γεγονός. Η Πλόυπλόυ είναι λευκή, επειδή παρουσιάζει αταβιστικά χαρακτηριστικά. Οι αρχαίοι εχθροί μας ήταν λευκοί. Κατείχαν αυτό το μέρος της υδρογείου, το Ίνγκ-Λαντ και το Γιου-Ροπ, μέχρι τον εικοστό τέταρτο αιώνα, όταν οι πρόγονοί μας παρουσιάστηκαν από την Ανατολή και πήραν πίσω τα αρχαία προνόμια που απολάμβαναν μέχρι τότε σε βάρος μας. Οι πρόγονοί μας, παντρεύτηκαν όσους από τους νικημένους επέζησαν».
«Σε λίγες γενιές το λευκό είδος εξασθένησε, αναμίχθηκε, χάθηκε. Δεν παρουσιάστηκε λευκό πρόσωπο στη γη από την τρομερή Εποχή του Υπερ-Πληθυσμού: πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια περίπου. Και τώρα - τώρα ο μικρός «οπισθοδρομικός» Γκάνπατ μας παρουσιάζει ένα. Τι σου έδωσαν στο Κέντρο Αναπαραγωγής αγόρι μου, καμιά γυναίκα των σπηλαίων;»
Ο Γκάνπατ ξέσπασε εξαγριωμένος, κουνώντας τη γροθιά του στην οθόνη.
«Απολύεσαι, Σμιθλάο», γρύλισε. «Αυτή τη φορά το παρατράβηξες, ακόμα και για ένα βρωμο-ψυχολόγο! Βγες έξω! Εμπρός, βγες και μην ξαναγυρίσεις ποτέ».
Απότομα φώναξε στον αυτόματο χειριστή του να τον συνδέσει με τη διάσκεψη. Είχε ωριμάσει πια μέσα του η διάθεση να αντιμετωπίσει τον Αυτοματισμό και τους αγύρτες συναδέλφους του.
Καθώς η θυμωμένη εικόνα του Γκάνπατ εξαφανίστηκε από την οθόνη, ο Σμιθλάο αναστέναξε και χαλάρωσε. Η δόση του μίσους είχε ολοκληρωθεί.
Αποτελούσε υπέρτατη φιλοφρόνηση για το επάγγελμά του να τον διώχνει ο ασθενής του στο τέλος της θεραπείας' ο Γκάνπατ θα ανυπομονούσε να τον φωνάξει την άλλη φορά. Πάντως, ο Σμιθλάο δεν αισθάνθηκε κανένα θρίαμβο. Στο επάγγελμά του ήταν απαραίτητη μια ολοκληρωτική εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας' έπρεπε να γνωρίζει ακριβώς τα πιο αδύνατα σημεία της δομής του ανθρώπου. Παίζοντας αρκετά έντεχνα με αυτά τα σημεία, μπορούσε να διεγείρει τον άνθρωπο και να τον κάνει να δράσει. Χωρίς διέγερση, ο άνθρωπος, ήταν μια αδύναμη λεία στην απάθεια, ένας σωρός κουρέλια που τον μετέφεραν τα μηχανήματα. Οι αρχαίες παρορμήσεις είχαν πεθάνει και τον είχαν εγκαταλείψει.
Ο Σμιθλάο κάθισε εκεί που βρισκόταν, κοιτάζοντας το παρελθόν και το μέλλον.
Εξαντλώντας το έδαφος, ο άνθρωπος είχε εξαντλήσει τον εαυτό του. Η ψυχή και το φθαρμένο έδαφος δεν μπορούνε να συνυπάρχουν - ήταν τόσο απλό και λογικό.
Μόνο τα τελευταία κύματα μίσους και θυμού έδιναν στον άνθρωπο κάποια ώθηση για να συνεχίζει. Διαφορετικά, ήταν μόνο ένα νεκρό χέρι στο μηχανοποιημένο κόσμο του.
Λοιπόν, έτσι εξαφανίζεται ένα είδος! Σκέφτηκε ο Σμιθλάο, κι αναρωτήθηκε αν και κάποιος άλλος το είχε σκεφτεί. Ίσως να το γνώριζε η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση, αλλά να μη μπορούσε να κάνει τίποτα' στο κάτω - κάτω, τι θα μπορούσες να κάνεις περισσότερο από ότι είχε ήδη γίνει;
Ο Σμιθλάο ήταν ένας αδιάφορος άνθρωπος, πράγμα αναπόφευκτο για μια ξεπερασμένη κοινωνία τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Έχοντας ανακαλύψει το τρομερό πρόβλημα, προσπάθησε να το ξεχάσει, να αποφύγει τις συνέπειές του, να ξεφύγει από οτιδήποτε προσωπικές συνεπαγωγές θα μπορούσε να έχει. Με ένα γρύλισμα στο όχημά του, γύρισε προς τα πίσω και το διέταξε να επιστρέψει σπίτι.
Μια και το ρομπότ του Γκάνπατ είχε ήδη φύγει, ο Σμιθλάο επέστρεψε από το δρόμο που είχε έρθει, μόνος του. Μεταφέρθηκε έξω, και μετά στο σκάφος του, που στεκόταν σιωπηλό κάτω από τις φτελιές.
Προτού συνδέσει το όχημα με το σκάφος, μια κίνηση τράβηξε την προσοχή του Σμιθλάο. Μισοκρυμμένη δίπλα στη βεράντα η Πλόυπλόυ, στεκόταν ακουμπισμένη σε μια γωνιά του σπιτιού. Μια ξαφνική παρόρμηση περιέργειας, έκανε τον Σμιθλάο να βγει από το όχημα. Ο ανοιχτός αέρας, εκτός από ότι βρισκόταν σε κίνηση, βρωμούσε από τα τριαντάφυλλα, τα σύννεφα και τα πράσινα πράγματα που σκούραιναν στη σκέψη του ανθρώπου. Ο Σμιθλάο φοβόταν, αλλά το ερέθισμα της περιπέτειας τον έκανε να συνεχίσει. Το κορίτσι δεν έβλεπε προς το μέρος του' προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από το τείχος των δέντρων που τη χώριζαν από τον κόσμο. Καθώς πλησίασε ο Σμιθλάο, εκείνη προχώρησε στο πίσω μέρος του σπιτιού με την ίδια ένταση στο βλέμμα της. Την παρακολούθησε προσεχτικά, επωφελούμενος από την κάλυψη που του έδινε η βλάστηση. Ένας μεταλλικός κηπουρός εκεί κοντά συνέχισε να ψαλιδίζει ένα παρτέρι, χωρίς να τον προσέχει.
Η Πλόυπλόυ στεκόταν τώρα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί η εκπληκτική είσοδος και η σκεπή ήταν ένας συνδυασμός αρχαίου ιταλικού ροκοκό και κινέζικης ιδιοφυίας. Κιγκλιδώματα υψώνονταν κι έπεφταν, σκάλες ξεπρόβαλλαν μέσα από κυκλικές αψίδες, γκρίζες και γαλάζιες μαρκίζες έφταναν σχεδόν μέχρι το έδαφος. Αλλά όλα αυτά είχαν παραμεληθεί' ένας πεντάφυλλος κισσός, που υπονοούσε ήδη την επερχόμενη δόξα του, προσπαθούσε να ρίξει κάτω τα μαρμάρινα αγαλματάκια, γούρνες με ροδοπέταλα έφραζαν τις περιστρεφόμενες σκάλες. Κι όλα αυτά σχημάτιζαν το ιδανικό φόντο για την εγκαταλελειμμένη φιγούρα της Πλόυπλόυ.
Με εξαίρεση τα λεπτά ροζ χείλη της, το πρόσωπό της ήταν τελείως χλωμό. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα' έπεφταν ίσια, πιασμένα μόνο σε ένα σημείο, στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, κι έφταναν σε μια αλογοουρά στη μέση της. Έμοιαζε πραγματικά τρελή, τα μελαγχολικά της μάτια κοιτούσαν προς το μέρος των μεγάλων φτελιών σα να μπορούσαν να κλείσουν τα πάντα στη γραμμή του βλέμματός της. Ο Σμιθλάο γύρισε για να δει τι κοιτούσε με τέτοια επιμονή.
Ο άγριος περνούσε εκείνη τη στιγμή μέσα από τους πυκνούς θάμνους που τυλίγονταν γύρω από τους κορμούς των δέντρων.
Μια ξαφνική βροχή άρχισε, πέφτοντας πάνω στα ξερά φύλλα του κήπου.
Όπως όλες οι ανοιξιάτικες μπόρες, τελείωσε σε μια στιγμή' στη διάρκεια της η Πλόυπλόυ δεν άλλαξε θέση και ο άγριος δεν ύψωσε το κεφάλι του. Μετά ο ήλιος ξεπρόβαλλε, ρίχνοντας τη σκιά, και κάθε λουλούδι φόρεσε ένα κόσμημα από βροχή.
Ο Σμιθλάο σκέφτηκε αυτό που είχε σκεφτεί στο δωμάτιο του Γκάνπατ. Τώρα πρόσθεσε και αυτό στη γραμμή: Θα ήταν τόσο εύκολο για τη Φύση, μόλις εξαφανιζόταν ο παρασιτικός άνθρωπος, να αρχίσει ξανά.
Περίμενε με ένταση, γνωρίζοντας πως ένα δράμα θα εξελισσόταν μπρος τα μάτια του. Πέρα από την πελούζα που γυάλιζε, ένα μικρό κινούμενο πράγμα πλησίασε, ανέβηκε πηδηχτά τα σκαλιά και χάθηκε πίσω από μια αψίδα. Ήταν ένα από τους φρουρούς της περιμέτρου που πήγαινε να δώσει σήμα κινδύνου.
Σε ένα λεπτό επέστρεψε. Τέσσερα μεγάλα ρομπότ το συνόδευαν' ο Σμιθλάο αναγνώρισε το ένα από αυτά' ήταν το μηχάνημα που τον είχε ανακρίνει μόλις έφτασε. Προχώρησαν αποφασιστικά ανάμεσα από τους θάμνους με τα τριαντάφυλλα, πέντε απειλητικές φιγούρες με διαφορετικό σχήμα. Ο μεταλλικός κηπουρός κάτι μουρμούρισε, σταμάτησε τη δουλειά του, και προχώρησε μαζί με τα άλλα ρομπότ προς το μέρος του αγρίου.
«Δεν έχει ούτε την ελπίδα ενός σκύλου», μονολόγησε ο Σμιθλάο. Η φράση αυτή είχε κάποιο νόημα: όλα τα σκυλιά είχαν κηρυχτεί περιττά, και είχαν εξοντωθεί από καιρό.
Τώρα ο άγριος είχε περάσει το φράγμα των θάμνων κι είχε φτάσει στην άκρη της πελούζας. Έσπασε ένα κλωνάρι με φύλλα και το στερέωσε στο πουκάμισό του, για να κρύβει κάπως το πρόσωπό του' στερέωσε ένα άλλο κλαδί στο παντελόνι του. Καθώς τα ρομπότ πλησίαζαν, ύψωσε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι, κρατώντας ένα τρίτο κλαδί.
Οι έξη μηχανές τον κύκλωσαν. Το πλατύ ρομπότ έκανε ένα θόρυβο, Σα να αποφάσιζε τι να κάνει.
«Πες ποιος είσαι», πρόσταξε.
«Μια τριανταφυλλιά», αποκρίθηκε ο άγριος.
«Οι τριανταφυλλιές έχουν τριαντάφυλλα. Εσύ δεν έχεις. Δεν είσαι τριανταφυλλιά», είπε το ρομπότ.
Το μεγαλύτερο και ψηλότερο όπλο του σηκώθηκε στο επίπεδο του στήθους του αγρίου.
«Τα τραντάφυλλά μου έχουν ξεραθεί», είπε ο άγριος, «αλλά έχω ακόμα φύλλα. Ρώτησε τον κηπουρό σου αν δεν ξέρεις τι είναι τα φύλλα».
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», είπε αμέσως ο κηπουρός με μια βαθιά φωνή.
«Ξέρω τι είναι τα φύλλα. Δε χρειάζεται να ρωτήσω τον κηπουρό. Τα φύλλα είναι το φύλλωμα των δέντρων και των φυτών, που τους δίνει την πράσινη εμφάνισή τους», είπε το ρομπότ.
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», επανέλαβε ο κηπουρός και πρόσθεσε για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, «τα φύλλα του δίνουν μια πρασινωπή εμφάνιση».
«Ξέρω τι είναι τα πράγματα με φύλλα», είπε το ρομπότ. «Δε χρειάζεται να σε ρωτήσω, κηπουρέ».
Φαινόταν πως μια ενδιαφέρουσα, αλλά περιορισμένη διαφωνία θα ξεσπούσε ανάμεσα στα δύο ρομπότ, αλλά εκείνη τη στιγμή μια από τις άλλες μηχανές μίλησε.
«Αυτή η τριανταφυλλιά μπορεί να μιλά», είπε.
«Οι τριανταφυλλιές δεν μπορούν να μιλούν», είπε αμέσως το επίπεδο ρομπότ. Έχοντας εκφράσει αυτό το πολύτιμο συμπέρασμα, έμεινε σιωπηλό, σκεφτόμενο ίσως τι περίεργη που είναι η ζωή. Μετά είπε, αργά - αργά. «Επομένως, αυτή η τριανταφυλλιά δεν είναι τριανταφυλλιά, ή αυτή η τριανταφυλλιά δεν μίλησε».
«Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα», άρχισε πάλι ο κηπουρός. «Αλλά δεν είναι τριανταφυλλιά. Ο τριανταφυλλιές έχουν μπουμπούκια. Είναι μια λευκαγκαθιά. Οι λευκαγκαθιές είναι επίσης γνωστές και σα σκλήθρα με καρπούς».
Αυτή η ειδικευμένη γνώση ξεπερνούσε τις δυνατότητες του επίπεδου ρομπότ.
Ακολούθησε μια τεταμένη σιωπή.
«Είμαι μια λευκαγκαθιά», είπε ο άγριος, διατηρώντας ακόμα την πόζα του. «Δεν μπορώ να μιλήσω».
Σε αυτό το σημείο όλες οι μηχανές άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα, στριφογυρίζοντας γύρω του για να το δουν καλύτερα, και πέφτοντας η μια πάνω στην άλλη. Τέλος, η φωνή του επίπεδου ρομπότ ξεχώρισε από τη μεταλλική φασαρία.
«Ότι και να είναι αυτό το πράγμα με τα φύλλα, πρέπει να το ξεριζώσουμε. Πρέπει να το σκοτώσουμε», είπε.
«Δε μπορείς να το ξεριζώσεις. Αυτό είναι δουλειά των κηπουρών», είπε ο κηπουρός. Στριφογυρίζοντας τα ψαλίδια του, και βγάζοντας ένα δρεπάνι, επιτέθηκε στο επίπεδο ρομπότ.
Τα πρωτόγονα όπλα του δεν είχαν μεγάλο αποτέλεσμα πάνω στο θώρακα του άλλου ρομπότ. Πάντως, το δεύτερο, καταλαβαίνοντας πως τα πράγματα είχαν φτάσει σε ένα αδιέξοδο, είπε. «Θα πάμε στον Τσαρλς Γκάνπατ να μας πει τι να κάνουμε. Ελάτε από εδώ».
«Ο Τσαρλς Γκάνπατ βρίσκεται στη διάσκεψη», αποκρίθηκε ένα άλλο ρομπότ. Ο Τσαρλς Γκάνπατ δεν πρέπει να ενοχληθεί στη διάσκεψη. Επομένως δεν πρέπει να ενοχλήσουμε τον Τσαρλς Γκάνπατ».
«Επομένως πρέπει να περιμένουμε», είπε το μεταλλικό επίπεδο ρομπότ. Προπορεύτηκε περνώντας δίπλα σχεδόν από τον Σμιθλάο' ανέβηκαν όλα μαζί τα σκαλοπάτια κι εξαφανίστηκαν στο σπίτι.
Ο Σμιθλάο θαύμασε την ψυχραιμία του άγριου. Ήταν θαύμα που ζούσε ακόμα. Αν είχε δοκιμάσει να τρέξει, θα τον είχαν σκοτώσει αμέσως' αυτή την κατάσταση είχαν διδαχτεί να την αντιμετωπίζουν τα ρομπότ. Ούτε τα διφορούμενα λόγια του θα τον είχαν σώσει αν αντιμετώπιζε μόνο ένα ρομπότ, γιατί ένα ρομπότ μόνο του είναι ένα απλοϊκό ον. Πάντως, όταν είναι πολλά μαζί, υποφέρουν από ένα πρόβλημα που συχνά προσβάλλει μέχρι ένα σημείο και τις ανθρώπινες συναθροίσεις: μια τάση να επιδεικνύουν τη λογική τους σε βάρος του αντικειμένου της συνάθροισης. Λογική! Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Ήταν το μόνο πράγμα που είχαν τα ρομπότ. Ο άνθρωπος είχε λογική και εξυπνάδα: τα κατάφερνε καλύτερα από τα ρομπότ του. Και όμως, έχανε τη μάχη ενάντια στη Φύση. Κι η Φύση σαν τα ρομπότ, χρησιμοποιούσε μόνο λογική. Ήταν ένα παράδοξο που εμπόδιζε τον άνθρωπο να επικρατήσει.
Μόλις αυτή η στρατιά από τις μηχανές εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι, ο άγριος έτρεξε κατά μήκος του κήπου και σκαρφάλωσε στην πρώτη σειρά των σκαλοπατιών, προχωρώντας προς την ακίνητη κοπέλα. Ο Σμιθλάο γλίστρησε πίσω από μια οξυά για να είναι πιο κοντά τους' αισθάνθηκε σαν διεστραμμένος, παρατηρώντας τους χωρίς ενδιάμεση οθόνη, αλλά δεν μπορούσε όμως να απομακρυνθεί. Ο άγριος πλησίαζε τώρα την Πλόυπλόυ, περπατώντας αργά κατά μήκος της βεράντας, σαν υπνωτισμένος.
«Ήσουν επινοητικός», του είπε. Το λευκό πρόσωπο της είχε κοκκινίσει τώρα στα μάγουλα.
«Ήμουν επινοητικός έναν ολόκληρο χρόνο για να μπορέσω να έρθω κοντά σου», της είπε.
Τώρα που οι επινοήσεις του τον είχαν φέρει αντίκρυ της, τον εγκατέλειψαν και τον άφησαν να στέκεται αβοήθητος. Ήταν ένας αδύνατος νεαρός με φθαρμένα ρούχα και αφρόντιστη γενιάδα.
«Πως με βρήκες;» ρώτησε η Πλόυπλόυ. Η φωνή της αντίθετα με τη φωνή του νεαρού, μόλις έφτανε στα αυτιά του Σμιθλάο. Μια βασανιστική έκφραση, τόσο σπασμωδική όσο και το φθινόπωρο έπαιξε στο πρόσωπό της.
«Ήταν ένα είδος ενστίκτου - σαν να είχα ακούσει το κάλεσμά σου», είπε ο άγριος. «Όσα άσχημα πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν στον κόσμο έχουν γίνει... Ίσως να είσαι η μόνη γυναίκα στον κόσμο που μπορεί να αγαπά' ίσως να είμαι ο μόνος άντρας που μπορεί να ανταποκριθεί. Έτσι ήρθα. Ήταν φυσικό, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά».
«Ονειρευόμουν πάντα πως κάποιος θα ερχόταν», του είπε. «Και για βδομάδες ένιωθα - ήξερα - πως ερχόσουν. Ω αγάπη μου...»
«Πρέπει να κάνουμε γρήγορα, γλυκιά μου», της είπε. «Δούλευα κάποτε με τα ρομπότ -ίσως να μπόρεσες να καταλάβεις πως ξέρω το μηχανισμό τους. 'Όταν φύγουμε από εδώ ένα σκάφος-ρομπότ θα μας πάρει αμέσως μακριά - οπουδήποτε' σε ένα νησί ίσως, όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο απελπιστικά. Αλλά πρέπει να φύγουμε προτού επιστρέψουν τα μηχανήματα του πατέρα σου».
Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Πλόυπλόυ.
Σήκωσε το χέρι της.
«Περίμενε!» τον ικέτεψε. «Δεν είναι τόσο απλό. Πρέπει να ξέρεις κάτι... Το... το Κέντρο Αναπαραγωγής μου αρνήθηκε το δικαίωμα της γονιμότητας. Δεν πρέπει να με αγγίξεις».
«Μισώ το Κέντρο Αναπαραγωγής!» είπε ο άγριος. «Μισώ ότι έχει να κάνει με την παρούσα κυβέρνηση. Τίποτα από ότι έχουν κάνει Δε μπορεί να επιδράσει επάνω μας τώρα».
Η Πλόυπλόυ είχε σφίξει τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Το χρώμα είχε φύγει από το πρόσωπό της. Μια νέα βροχή από ροδοπέταλα έπεσε πάνω στο φόρεμά της, κοροϊδεύοντάς την.
«Είναι τόσο μάταιο», είπε. «Δεν καταλαβαίνεις...»
Η αγριάδα του είχε ημερώσει.
«Εγκατέλειψα τα πάντα για να έρθω σε σένα», της είπε. «Το μόνο που λαχταρώ είναι να σε πάρω στην αγκαλιά μου».
«Αλήθεια αυτό είναι το μόνο που θέλεις στον κόσμο;» ρώτησε.
«Το ορκίζομαι», είπε απλά.
«Τότε έλα κι άγγιξέ με», είπε η Πλόυπλόυ.
Εκείνη ήταν η στιγμή που είδε ο Σμιθλάο το δάκρυ να γυαλίζει στα μάτια της.
Το χέρι του άγριου απλώθηκε προς το μέρος της και άγγιξε το μάγουλό της. Στεκόταν ακίνητη στη γκρίζα ταράτσα, με το κεφάλι της ψηλά. Κι έτσι, το χέρι του χάιδεψε ελαφρά το πρόσωπό της. Η έκρηξη έγινε σχεδόν ταυτόχρονα.
Σχεδόν ταυτόχρονα. Πήρε μόνο ένα δέκατο του δευτερολέπτου μέχρι να αναλύσουν τα προδοτικά νεύρα που βρίσκονταν στην επιδερμίδα της Πλόυπλόυ το άγγιγμα, σαν κάτι που ανήκε σε ένα άλλο ανθρώπινο ον και να μεταφέρουν την ανακάλυψή τους στο νευρικό κέντρο' εκεί, ο νευρολογικός φραγμός που είχε εμφυτέψει το Κέντρο Αναπαραγωγής σε όλους όσους είχε αρνηθεί τη γονιμοποίηση, μπήκε αμέσως σε λειτουργία. Κάθε κύτταρο στο κορμί της Πλόυπλόυ εκφόρτισε την ενέργειά του ταυτόχρονα. Ο συγχρονισμός τους ήταν τόσο επιτυχής, που κι ο άγριος σκοτώθηκε από την έκρηξη.
Ναι, σκέφτηκε ο Σμιθλάο, πρέπει να παραδεχτείς πως η δουλειά ήταν καθαρή. Και πάλι λογική. Σε έναν κόσμο που βρίσκεται στα πρόθυρα της πείνας, πως αλλιώς θα μπορούσαν να σταματήσουν τον πολλαπλασιασμό των ανεπιθύμητων; Η Λογική ενάντια στη Λογική, ο άνθρωπος ενάντια στη φύση: αυτό δημιουργούσε όλα τα δάκρυα στον κόσμο.
Επέστρεψε περπατώντας ανάμεσα στα φυτά, κατευθυνόμενος προς το σκάφος του, προσπαθώντας να φύγει προτού εμφανιστούν τα ρομπότ.
Οι διαλυμένες φιγούρες στην ταράτσα ήταν ακίνητες, μισοσκεπασμένες ήδη με φύλλα και πέταλα. Ο άνεμος μούγκριζε σα μια μεγάλη θριαμβευτική θάλασσα, στις κορφές των δέντρων.
Δεν ήταν παράξενο που ο άγριος δε γνώριζε για το νευρολογικό μηχανισμό πυροδοτήσεως: λίγοι άνθρωποι το γνώριζαν, τα μέλη του δυναμικοψυχολογικού Συνδέσμου και το Κέντρο Αναπαραγωγής - και φυσικά, τα ίδια τα άτομα που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Ναι, η Πλόυπλόυ γνώριζε τι θα συνέβαινε. Είχε διαλέξει σκόπιμα να πεθάνει με αυτό τον τρόπο.
«Το έλεγα πάντα πως ήταν τρελή!» σκέφτηκε ο Σμιθλάο. Γέλασε καθώς σκαρφάλωνε στο σκάφος του, κουνώντας το κεφάλι του με την τρέλα της.
Ήταν ένα θαυμάσιο στοιχείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην επόμενη συνάντηση με τον Τσαρλς Γκάνπατ.

DEF LEPPARD - "Pour Some Sugar On Me" (Official Music Video)